Ξεκινᾶς τό πρωί καί ὁ ἥλιος λάμπει, καίει σχεδόν. Φορᾶς ἕνα λεπτό πουλοβεράκι καί βγαίνεις στόν δρόμο. Ὁ καιρός προσφέρεται γιά περίπατο.
«Τί εἶναι αὐτά πού μᾶς λένε οἱ μετεωρολόγοι;» σκέπτεσαι, καθώς περπατᾶς στήν παραλιακή καί ἀπολαμβάνεις τόν καιρό, πού θυμίζει –ἐπί τέλους– ἄνοιξη. Φορᾶς καί τά γυαλιά τοῦ ἡλίου καί συλλογᾶσαι ὅτι ἔρχεται τό καλοκαίρι.
Ἡ θάλασσα ἤρεμη, στό βάθος βλέπεις καθαρά τήν Αἴγινα καί μέ τό μυαλό ἔχεις ἤδη μπεῖ στό καραβάκι γιά μιά ἡμερήσια ἐκδρομή στόν Σαρωνικό.
Μέχρι νά φθάσεις στήν καφετέρια πού σέ περιμένουν οἱ φίλοι γιά τό καθημερινό κουτσομπολιό –πλησιάζουν καί οἱ ἐκλογές– βγάζεις τά γυαλιά καί διαπιστώνεις ὅτι δέν τά βλέπεις «σκοῦρα» λόγω τῶν φακῶν, ἀλλά ἐπειδή ὁ οὐρανός ἔχει ἀποκτήσει μολυβένιο χρῶμα!
Σηκώνεις τά μάτια καί βλέπεις σύννεφα μαῦρα νά τρέχουν μέ ταχύτητα, νά συναντῶνται, νά σκεπάζουν τό φῶς, καί πρίν συνέλθεις, ἀρχίζει μιά νεροποντή πού σέ ἀναγκάζει νά τό βάλεις στά πόδια! Τρέχεις κάτω ἀπό μιά τέντα καί στάζεις ὁλόκληρος. Τό νερό πέφτει σάν σέ ταινία τοῦ Ἀγγελόπουλου στήν Φλώρινα!
Τό τοπίο γίνεται χειμωνιάτικο! Τουρτουρίζεις καί σκέπτεσαι ὅτι θά ἔπρεπε νά ἔχεις πιστέψει τήν κυρία πού ἔλεγε χθές στήν τηλεόραση ὅτι «ὁ καιρός θά εἶναι ἄστατος μέ βροχές καί τοπικές καταιγίδες»…
Στέκεσαι ἀμήχανος, ἀνεβοκατεβάζεις τό χέρι στά διερχόμενα ταξί, ἀλλά εἶναι ὅλα κατειλημμένα! Σκέπτεσαι νά τρέξεις μέχρι τήν στάση τοῦ λεωφορείου, πού ἀπέχει κάτι περισσότερο ἀπό ἑκατό μέτρα, ἀλλά δέν τό ἀποφασίζεις, καθώς ἡ βροχή ἔχει γίνει καταρρακτώδης καί τό πεζοδρόμιο ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά σκεπάζεται ἀπό τό νερό.
«Ἄν ρίξει ὁ Ἀπρίλης δυό νερά κι ὁ Μάης ἄλλο ἕνα» λέει ἡ παλιά παροιμία, ἀλλά ὁ Ἀπρίλης ἔχει ρίξει ἤδη ὅσα νερά δέν ἔριξε τά τελευταῖα δέκα χρόνια!
Καταφεύγεις στό «κινητό» καί καλεῖς τό σπίτι. «Ἔχω παγιδευτεῖ ἐδῶ, στήν πλατειούλα καί δέν μπορῶ νά κάνω βῆμα» λές στήν κυρία σου. «Δέν ἀκοῦς ποτέ! Σοῦ ἔλεγα νά ντυθεῖς καλά καί νά πάρεις ὀμπρέλα!» σοῦ λέει ἐκείνη καί ἔχει δίκιο, ἀλλά δέν εἶναι ὥρα αὐτή γιά νά σοῦ ὑπενθυμίζουν τά λάθη σου, ἔ;
Κλείνεις τό τηλέφωνο καί αἰσθάνεσαι τό νερό νά μουσκεύει τά «ἀθλητικά» σου παπούτσια. Ἀποφασίζεις νά μπεῖς στό κατάστημα, πού εἶναι ἕνα συμπαθέστατο «Pet shop», ἀπό τά δεκάδες πού ἔχουν ξεφυτρώσει στήν κρίση. Καφετέριες, μπαράκια, σουβλάκια καί «Pet shop» –οἱ ἐπενδύσεις τῶν τελευταίων ἐτῶν.
Κάνεις ὅτι χαζεύεις τά ράφια μέ τά προϊόντα καί καταλήγεις νά ἀγοράσεις μερικά κουτάκια μέ τροφή γιά σκύλους.
Ἡ βροχή ἔχει σταματήσει, ὁ ἥλιος ξαναβγαίνει κι ἐσύ, κάπως πιό στεγνός, φθάνεις στήν στάση, παίρνεις τό λεωφορεῖο, χτυπᾶς «κάρτα» (ὁ μόνος ἀπό τούς δέκα πού μπαίνουν) καί φθάνεις στήν καφετέρια.
Δίνεις τήν σακούλα στόν φίλο σου τόν Ἠλία. «Πάντα τή σκέφτεσαι τήν Φρίντα. Εἶσαι ὁ μόνος πού ἀγαπάει τά ζῶα!» λέει ἐκεῖνος, πού ἀγνοεῖ ὅτι δέν θυμήθηκες τήν Φρίντα, ἀλλά φοβήθηκες τήν νεροποντή…