«Γιῶργο, σ’ ἀρέσει τό πανετόνε;»
Τήν ἐρώτηση ἀπηύθυνε ὁ πάντοτε χιουμορίστρας μαέστρος Μίμης Πλέσσας στόν Γιῶργο Ζαμπέτα, τήν ἐποχή πού ἔβγαζα τό ψωμί τῆς οἰκογενείας ὡς μουσικός, στό «Κάν-Κάν» τοῦ ἀλησμόνητου «μουστάκια» Γιγουρτάκη.
Ὁ Ζαμπέτας, πού ἀσφαλῶς δέν γνώριζε τί εἶναι τό «πανετόνε», ἀφοῦ τότε δέν εἴχαμε ἀποκτήσει ξενόφερτες συνήθειες, καταλάβαινε ὅτι ὁ Πλέσσας ἔκανε πλάκα καί, σέ χρόνο μηδέν, ἔπαιξε τό γνωστό ρεμπέτικο «μερακλήδικο»: «Φύσα -ρούφα, τράβα τόνε, πανετόνε κι ἀναφτόνε», ἐντάσσοντας τήν λέξη «πανετόνε» ὡς προστακτική καί ἀναφερόμενος, προφανέστατα, στόν… ναργιλέ!
Ποῦ νά τό φανταζόταν ὁ θυμόσοφος λαϊκός δημιουργό ὅτι τό «πανετόνε» πού κογιονάρισε θά ἦταν σήμερα ἕνα ἀπό τά πλέον γνωστά γλυκίσματα τῶν ἑορτῶν, ἀπειλῶντας νά ἐκτοπίσει τά πατροπαράδοτα φοινίκια, τά μελομακάρονα καί τούς κουραμπιέδες. Ἀλήθεια, θυμόμαστε τά ἑλληνικά γλυκίσματα τῶν ἑορτῶν; Ἄς θυμηθοῦμε μαζί μερικά. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, ἀμυγδαλωτά, δίπλες, χριστόψωμα, λουκουμᾶδες.
Πανετόνε δέν ὑπάρχει στίς συνταγές τῶν Ἑλληνίδων γιαγιάδων.
Τό «μελομακάρονο» οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τά μακαρόνια. Καί δέν θά μποροῦσε νά ἔχει!
Τό γλυκύτατο καί τρυφερό ἐτοῦτο ἔδεσμα, μέ ὅλα τά βασικά του ὑλικά ἑλληνικότατα καί ἐποχικά (ἐλαιόλαδο, χυμό πορτοκαλιοῦ, μέλι, καρύδια), ἕλκει τήν ὀνομασία του ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική «μακαρία», ἕνα εἶδος ζυμωτῆς, ἡμίγλυκης ψυχόπιτας, σάν μεγάλο σημερινό μελομακάρονο, πού μοιραζόταν στά νεκρώσιμα δεῖπνα γιά νά τιμηθεῖ ἡ μνήμη τοῦ ἀποθανόντος, νά μακαρισθεῖ δηλαδή ὁ ἐκδημήσας.
Μέ τά χρόνια, ἡ μακαρία τεμαχίσθηκε σέ πιό εὔχρηστα, ἀτομικά κομμάτια καί, γιά νά γλυκάνει κάπως ὁ πόνος τῆς ἀπώλειας γιά τόν ἀποχωρήσαντα ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, κάθε κομμάτι ἐμβαπτίζεται σέ ἀραιωμένο μέλι. Αὐτό εἶναι τό μελομακάρονο πού γνωρίζουμε. Γιατί ὅμως ἕνα τέτοιας προθέσεως γλύκισμα σερβίρεται σέ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρες χαρᾶς; Μά ἀκριβῶς γιά νά διατηρήσουμε τή μνήμη τῶν ἀγαπημένων μας, πού νιώθουμε ὅτι μᾶς λείπουν πολύ περισσότερο αὐτές τίς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς.
Ὅσοι μεγαλώσαμε σέ περιοχές μέ ἔντονο τό προσφυγικό στοιχεῖο, θυμόμαστε τά περίφημα «φοινίκια», πού ἔφεραν μαζί μέ ὅ,τι ἄλλο βιός μπόρεσαν νά μεταφέρουν οἱ πρόσφυγες ἀπό τήν Πόλη καί τήν Μικρά Ἀσία. Ἕνα εἶδος εὐμεγέθους μπισκότου, ἀρκετά μεγαλύτερο ἀπό τά μελομακάρονα, γεμισμένο μέ μέλι, καρύδια καί κανέλα, ἐλαφρότερα σιροπιαστό. Ζύμη πολύ ἀφράτη καί θρυπτή, πού ὀφείλεται στήν ἀλισίβα, δηλαδή νερό μέ ὀλίγη στάχτη.
Ἀπαραίτητο στό ἑορταστικό τραπέζι τό «Χριστόψωμο», γιά τό ὁποῖο ἡ λαογράφος τῆς ἑλληνικῆς γαστρονομίας, ἡ ἀείμνηστη Εὔη Βουτσινᾶ, καταγράφει διάφορες παραλλαγές.
Στά Κύθηρα, γιά παράδειγμα, τό ἔφτιαχναν μέ πετιμέζι, πού τό ἔκανε ἐξαιρετικά νόστιμο, ἀλλά ἀρκετά σκοῦρο. Ἔφτιαχναν μάλιστα δύο, ἕνα γιά τά Χριστούγεννα καί ἕνα γιά τήν Πρωτοχρονιά. Στά Ἑπτάνησα, ἰδιαίτερα στήν Ζάκυνθο καί στήν Κεφαλλονιά, ψήνουν τή χριστοπαραμονιάτικη κουλούρα, ἕνα ἑπτάζυμο ψωμί σάν κουλούρα μεγάλη, μέ τρύπα στή μέση, γεμᾶτο σταφίδες καί καρύδια, ἀρωματισμένο μέ μπαχαρικά καί στολισμένο μέ μικρά ζαχαρωτά, κουφέτα καί ζάχαρη. Ἡ ζύμη εἶναι κάπως δύσκολη, ὅπως κάθε ζύμη πού περιέχει ζάχαρη καί λάδι.
Νά μήν ξεχάσουμε καί τίς δίπλες, ἐπίσης μέ ὑλικά ἐποχικά καί ἀπολύτως ἑλληνικά. Καλή Χρονιά καί προσοχή, ὄχι ἐπιδρομή στίς πιατέλες…