Μέ τρομάζει ἡ ἐλαφρότητα μέ τήν ὁποία πολλοί συμπατριῶτες μας ἀντιμετωπίζουν τόν πόλεμο στήν Οὐκρανία
Διαβάζω ἀναρτήσεις στό διαδίκτυο, καί ἀναρωτιέμαι σέ ποιό τόπο ζῶ!
Οἱ περισσότεροι πιστεύουν ὅτι «καλά τούς κάνει ὁ Πούτιν, τούς Οὐκρανούς τούς ναζιστές». Ἄλλοι, πάλι, θέλουν τόν Πούτιν «νά πεθάνει μέ τόν πιό φρικτό τρόπο». Κάποιοι ἄλλοι, εἶναι «πέρα βρέχει» ἤ «ἀπό πίττα πού δέν τρῶς, τί σέ μέλλει κι ἄν καεῖ»…
Ἡ μάνα καί ὁ πατέρας μᾶς ἔλεγαν «δέν φαντάζεστε τί εἶναι ὁ πόλεμος! Νά μήν τό ζήσετε ποτέ!»… Καί μέχρι τώρα ἐμεῖς, ἡ μεταπολεμική γενεά στήν Ἑλλάδα, δέν τό ζήσαμε! Ἀλλά, πιστέψτε με, ἄν δέν τό ἔχεις ζήσει, ἄν δέν τό ἔχεις δεῖ μέ τά μάτια σου, δέν μπορεῖς νά καταλάβεις τί θά πεῖ «Πόλεμος».
Σήμερα, καθισμένοι στό σαλόνι μας ἤ ἀραγμένοι στό κρεβάτι μας, ἀλλάζουμε κανάλια γιά νά δοῦμε «ποιό δείχνει καλύτερα τόν πόλεμο». Καί καθώς τά ρεπορτάζ ἀπό τά μέτωπα διακόπτονται ἀπό διαφημίσεις (ἡ ἀποθέωση τοῦ καπιταλιστικοῦ οἰκοδομήματος) πηγαίνουμε καί πιάνουμε ἕνα μπουκάλι οὐίσκι γιατί μᾶς ἦρθε νά καπνίσουμε κι ἕνα ποῦρο!
Νά μήν τό ζήσετε ποτέ! Τό ἔχω ζήσει τό τρομακτικό αὐτό φαινόμενο πού τό ἀναμασᾶμε τόσο ἁπλά, καί δέν θά ἔπρεπε οὔτε κἄν νά τό μελετᾶμε!
Καμμιά φορά, τά πρωινά, πού κατεβαίνω στό λιμάνι καί περπατῶ τήν Ἀκτή Μιαούλη, βλέπω γύρω τά ψηλά ναυτιλιακά κτίρια καί θυμᾶμαι τήν Βηρυτό, τήν πρίν καί τήν μετά. Νά ἔχεις γνωρίσει μιά πόλη πού τήν ἔλεγαν «Παρίσι» τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί ἔπειτα ἀπό κάποια χρόνια νά βλέπεις τά κτίρια σωριασμένα καί τό λιμάνι γεμᾶτο ναυάγια! Τό εἶδα τό φαινόμενο, τό ἔζησα καί θέλω νά τό ξεχάσω!
Ὅπως ἔγινε στήν πρώην Γιουγκοσλαβία. Νά βλέπεις δεκαοκτάχρονο παλληκαράκι καί νά σοῦ δείχνει τήν λαβή τῆς μαχαίρας του, μέ δώδεκα χαρακιές. «Δώδεκα κεφάλια ἔχω πάρει μέχρι τώρα, θά πάρω ἄλλα τόσα!» νά σοῦ λέει κι ἐσύ νά λές «δέν εἶναι δυνατόν»!
Νά βλέπεις «τά περίπολα» στόν δρόμο, νά περνοῦν πάνω ἀπό πτώματα, τά ὁποῖα δέν τούς κάνουν ἐντύπωση, δέν τούς συγκινοῦν.
Δέν ξέρετε -οἱ περισσότεροι- τί θά πεῖ «Πόλεμος». Καί καλό θά ἦταν νά σκεπτόμαστε πολύ πρίν ποῦμε ἤ γράψουμε κάτι γι’ αὐτό.
Ὅσο γιά τήν Οὐκρανία, ὑφίσταται τήν μοῖρα τῶν ἀδυνάτων, σέ ἕναν κόσμο στόν ὁποῖο ἡ μοναδική δύναμη εἶναι τό χρῆμα. Δέν ἔχουν τύχη τά φτωχά κράτη, τά κράτη πού δέν μποροῦν νά συντηρήσουν ἱκανές καί ἄριστα ἐξοπλισμένες ἔνοπλες δυνάμεις. Καί ἄς μήν ἀκούγεται αὐτή ἡ καραμέλα «Πόλεμος γιά πρώτη φορά στήν Εὐρώπη». Δέν ξεχνιοῦνται εὔκολα τά ἐρείπια στό Βελιγράδι, οἱ βομβαρδισμοί τοῦ ΝΑΤΟ στήν Γιουγκοσλαβία. Καί τότε πόλεμο εἴχαμε, τόν ὁποῖο οὐδείς ἀπό τούς κοπτόμενους σήμερα «εἰρηνοποιούς» προσπάθησε νά ἀνακόψει.
Κατάρα καί μόνο κατάρα εἶναι ὁ Πόλεμος Καί «οὐαί τοῖς ἡττημένοις», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖο μας πρόγονοι. Τά ἔχει πεῖ ὅλα ὁ Θουκυδίδης, τά ἔχει περιγράψει ἀνάγλυφα ὁ Ὅμηρος. Ἡ «Ὡραία Ἑλένη» ἦταν τότε τά λάφυρα τῆς Τροίας. Σήμερα εἶναι τό ὑπέδαφος τῆς Οὐκρανίας. «Τά πάντα ῤεῖ», ἀλλά κάποια παραμένουν σταθερά καί ἀναλλοίωτα…