ΛΕΓΟΝΤΑΣ «δημοκρατία» συνήθως ἐννοοῦμε μία μορφή ὀργάνωσης τοῦ κράτους κατά τήν ὁποία κυβερνᾶ ἡ πλειοψηφία.
Ὁ φιλελευθερισμός θεωρεῖ ἐπιθυμητό νά γίνεται νόμος ὅ,τι ἀποδέχεται ἡ πλειοψηφία, ἀλλά δέν πιστεύει ὅτι ἕνας νόμος πού γίνεται μέ δημοκρατική διαδικασία εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνας καλός νόμος. Δέχεται ἀσφαλῶς τήν πλειοψηφία ὡς μέσο λήψης ἀποφάσεων (δημοκρατική ἀρχή) ἀλλά ὄχι ὡς αὐθεντία πού προσδιορίζει κατά τρόπο ἄριστο τό περιεχόμενο τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν. Σέ μιά φιλελεύθερη δημοκρατία ἡ δημοκρατική ἀρχή συμβαδίζει μέ τήν φιλελεύθερη ἀρχή, δηλ. τήν ἀπαρέγκλιτη ἐφαρμογή τοῦ κράτους δικαίου καί τήν προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ὅπως αὐτά ἀπαριθμοῦνται στό Σύνταγμα (καί τά ὁποῖα προϋπάρχουν τοῦ Συντάγματος). Τό κράτος δικαίου καί ἡ προστασία τῶν δικαιωμάτων ὑπερισχύουν παντός ἄλλου, ἀκόμη καί τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται διά τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς σέ περίπτωση ἐνδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ τους. Μέ τήν φιλελεύθερη ἀρχή οἱ ἐξουσίες ὁποιασδήποτε πλειοψηφίας περιορίζονται ἀπό σαφῆ ὅρια τόσον ὡς πρός τόν ἀριθμό τῶν θεμάτων γιά τά ὁποῖα πρέπει νά ληφθεῖ ἀπόφαση βάσει τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς ὅσον καί ὡς πρός τόν τρόπο ἄσκησης τῶν ἐξουσιῶν αὐτῶν. Ἄλλως, τό δημοκρατικό ἰδεῶδες πού σκοπεύει νά περιορίσει κάθε αὐθαίρετη ἐξουσία καταλήγει νά ἀποτελεῖ δικαιολόγηση κάποιας νέας, καταπιεστικῆς ἐξουσίας. Ἡ δημοκρατία, ἑπομένως, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό κανόνες καί μηχανισμούς πού θά ἐξασφαλίζουν τά δικαιώματα τῶν μειονοτήτων (μέχρι καί τήν πιό μικρή ἀριθμητικῶς μειονότητα, πού εἶναι τό ἄτομο) γιά νά μήν περιπέσει σέ καθεστώς «ἀνελεύθερης δημοκρατίας».
Ἡ κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας δέν πρέπει νά ἐπιτρέπεται μόνο στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου γνωρίζουμε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θά χρησιμοποιηθεῖ πρός τό καλό. Δέν θά ἀποκτήσουμε ποτέ τά ὀφέλη, δέν θά ἔχουμε τίς ἐξελίξεις πού ἐπιτρέπει τό ὕψιστο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας ἐάν δέν ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ χρήση πού θά γίνει ἀπό κάποιους μπορεῖ προσωπικά σέ ἐμᾶς νά μήν εἶναι ἀρεστή. Ἡ πίστη στήν ἐλευθερία στηρίζεται ὄχι σέ προβλέψιμα ἀποτελέσματα μέ δεδομένες συνθῆκες ἀλλά στήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ὕπαρξή της κινητοποιεῖ συνολικά πολύ περισσότερες δυνάμεις γιά τό καλό παρά γιά τό κακό. Πρός τίς ἀντιλήψεις αὐτές διαφωνοῦν πολλοί, κάθε πολιτικῆς ἀπόχρωσης –οἱ γαλάζιοι πού ἀντιπαθοῦν τήν πολιτισμική ἀλλαγή, οἱ κόκκινοι πού ἀντιπαθοῦν τήν οἰκονομική ἀλλαγή, οἱ πράσινοι πού ἀντιπαθοῦν τήν τεχνολογική ἀλλαγή. Ὅταν οἱ ἀπόψεις τους καθίστανται πλειοψηφία ἔχουμε ἕναν λαό ἐλεύθερο μέ τήν πολιτική ἔννοια ἀλλά ὄχι ἕνα σύνολο ἐλεύθερων ἀνθρώπων. Προκύπτει τότε κίνδυνος δημιουργίας αὐταρχικῶν ἤ ἀνελεύθερων δημοκρατιῶν, ὅπως ἀτυχῶς συμβαίνει ἐσχάτως καί σέ ὁρισμένα εὐρωπαϊκά κράτη. Στήν χώρα μας ὁ κίνδυνος προέρχεται (κυρίως ἀλλά ὄχι ἀποκλειστικῶς) ἀπό κάποιες κυβερνητικές πρακτικές ἀλλά καί τήν ἀντίληψη πού ἐκφράζουν τά λόγια τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἀλέξη Τσίπρα: «Ἡ Δημοκρατία δέν πρέπει νά εἶναι θεσμός πού ἐξισορροπεῖ συμφέροντα καί ἀποκοιμίζει συνειδήσεις, ἀλλά ἐργαλεῖο ἐπιβολῆς τῆς θέλησης τῶν πολλῶν»… Ἐξ οὗ καί ἡ ἀνάγκη διαρκοῦς ἐπαγρύπνησης.