H ΑΠΩΛΕΙΑ τοῦ Γιώργου Τράγκα εἶναι μία ἀφορμή γιά νά σκεφτοῦμε ἐμεῖς οἱ…
… παλαιότεροι καί νά μάθουν –ἄν θέλουν νά μάθουν– οἱ νεώτεροι τί εἴδους δημοσιογραφία εἶχε ἡ Ἑλλάς στά χρόνια πού ἔφυγαν. Ἀναφέρομαι στό πάθος γιά τό ρεπορτάζ καί τήν εἴδηση. Ὄχι στούς χαρακτῆρες. Ἀναφέρομαι στούς ἐμβληματικούς διευθυντές, στούς δυναμικούς ἀρθρογράφους καί στούς δαιμόνιους ρεπόρτερ. Σέ ὅλους αὐτούς πού ἀποτελοῦσαν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο μέ ἀρχή, μέση καί τέλος, πού ὀνομαζόταν «ἐφημερίς». Σέ ὅλους ἐκείνους πού ἄν χρειαζόταν θά ἔπαιρναν ἕναν ὕπνο στόν καναπέ τοῦ γραφείου τους καί θά διανυκτέρευαν στήν ἐφημερίδα, ἄν ἔτσι ἔπρεπε. Διαμαρτυρόμαστε σήμερα γιά τήν ποιότητα τῆς δημοσιογραφίας. Γιά τό γεγονός ὅτι δέν εἶναι ἀποκαλυπτική ὅσο χρειάζεται. Διεισδυτική. Ἀλλά ἄν δέν κάνουμε τόν κόπο νά μάθουμε ἀπό ποιούς παραλάβαμε τήν σκυτάλη καί τί διευθυντές ἦταν ἡ Ἑλένη Βλάχου τῆς «Καθημερινῆς», ὁ Λέων Καραπαναγιώτης τῶν «Νέων», ἡ Κατερίνα Δασκαλάκη τῆς «Μεσημβρινῆς», ὁ Σταῦρος Ψυχάρης τοῦ «Βήματος», ὁ Ἀλέκος Φιλιππόπουλος τοῦ «Ἔθνους», ὁ Χρῆστος Πασαλάρης τῆς «Ἀπογευματινῆς», ὁ Χρῆστος Φιλιππίδης τῆς «Ἀκροπόλεως», ὁ Σεραφείμ Φυντανίδης τῆς «Ἐλευθεροτυπίας», ὁ Κώστας Παπαϊωάννου τοῦ θρυλικοῦ «Ποντικιοῦ» κ.ἄ., δέν πρόκειται νά καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι τί εἴδους ἀποποίηση κληρονομιᾶς κάνουμε. Δέν εἶναι δύσκολο νά τούς «βροῦμε». Τά γραπτά τους εἶναι ἐκεῖ. Τῆς Βλάχου γιά τά «Πενῆντα χρόνια καί κάτι» καί τά «Στιγμιότυπα» («Ἑστία»). Τοῦ Φιλιππόπουλου γιά τό πῶς ἔφερε τήν ἐπανάσταση τῶν ταμπλόιντ στόν ἑλληνικό Τύπο («Ὁ δημοσιογράφος», Κάκτος). Τοῦ Φιλιππίδη γιά τίς παρεμβάσεις του στήν δημόσια τηλεόραση (Εὐρωεκδοτική). Τοῦ Ψυχάρη γιά τίς «Ἑβδομήντα κρίσιμες μέρες» πού ὁδήγησαν στήν μεταπολίτευση. Τοῦ Πασαλάρη γιά τίς σχέσεις του μέ τούς ἐκδότες («Οἱ Βαρῶνοι τῶν media»-Λιβάνης). Τοῦ Φυντανίδη γιά τά ταξίδια του στήν Λατινική Ἀμερική. Τοῦ Παπαϊωάννου («Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει», «Ἡ ἐπιχείρηση Πόλκ»). Καί βεβαίως τοῦ ἡμέτερου Ἄδωνι Κύρου, προσφάτως κυκλοφόρησε τό τελευταῖο του βιβλίο γιά τούς ἀρχαιολογικούς θησαυρούς τῆς πατρίδας μας. Οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς πού περιγράφω ὄχι μόνο ἀπό νοσταλγία παρακαλῶ –δέν εἴμαστε ὅμιλος ἀναμνήσεων– ἦταν ἕναν στρατός ἀφοσιωμένος στόν στόχο. Ἕνα στράτευμα γεμᾶτο στρατηγούς, βεντέττες, φαβορί, ἀουτσάιντερ, ἐργάτες, μυρμήγκια στό ὁποῖο εἶχαν ρόλο καί σημασία ὅλοι. Ἀπό τόν ἁπλό ρεπόρτερ, τόν κλητῆρα, τόν τηλεφωνητή, τόν ὑπεύθυνο τοῦ φωτογραφικοῦ ἀρχείου ἕως τόν διορθωτή, τόν γραφίστα, τόν σκιτσογράφο, τόν ἀρθρογράφο, τόν διευθυντή καί τόν ἐκδότη. Οἱ ἐφημερίδες ἦταν ἕνα χωνευτήρι στό ὁποῖο χωροῦσαν ἀστοί καί λαϊκοί. Πριμαντόνες καί δεύτερες φωνές. Λαός καί Κολωνάκι. Ἡ μόρφωση καί τό πτυχίο πανεπιστημίου προφανῶς καί εἶχαν σημασία. Σημαντικώτερο ὅλων ἦταν τό πάθος γιά τήν εἴδηση. Ἄν δέν τό εἶχες αὐτό, τό καλύτερο βιογραφικό τοῦ κόσμου νά διέθετες, ἀπό τό καλύτερο σχολεῖο νά εἶχες ἀποφοιτήσει, δημοσιογράφος πρώτης γραμμῆς δέν γινόσουν.
Σέ αὐτές τίς ἀταξικές κοινωνίες πού ἦταν καί εἶναι ἀκόμη σέ ἕνα βαθμό οἱ ἐφημερίδες λοιπόν, ὑπό τήν σκέπη καί τήν καθοδήγηση τῶν διευθυντῶν, μεσουράνησε μιά γενιά ρεπόρτερ πού ἔτρωγε σίδερα γιά τήν εἴδηση. Ἔχω συνεργαστεῖ ἤ ἔχω γνωρίσει πολλούς. Τόν Πάνο Σόμπολο, τήν Ἀγγελική Νικολούλη καί τόν Στέλιο Παπαπέτρου στό ἀστυνομικό. Τόν Ἀνδρέα Ζούλα καί τόν Τίτο Ἀθανασιάδη στό πολιτικό. Τόν Χρῆστο Καρανίκα καί τόν ἀείμνηστο Γιάννη Διακογιάννη στό κοινοβουλευτικό. Τόν Γιῶργο Αὐτιᾶ πού περίμενε ὄρθιος δύο μέρες μιά δήλωση τοῦ Παντσαβόλτα ἔξω ἀπό τήν ΑΓΕΤ στό οἰκονομικό. Τόν Γιάννη Δημαρᾶ, τόν Γιῶργο Λιάνη καί τήν Σεμίνα Διγενῆ στό ἐλεύθερο-κοινωνικό. Τόν Κώστα Χαρδαβέλλα ὁ ὁποῖος ἀκόμη καί σήμερα δέν ἡσυχάζει, κάθε βράδυ δίνει μαθήματα συνέντευξης στό Blue Sky. Τόν Γιῶργο Παπαδάκη, ὁ ὁποῖος τήν τελευταία φορά πού πῆγα στόν «Ἀντέννα» εἶχε «ἀρρωστήσει», ἐπειδή δέν ἔγινε σωστά μιά σύνδεση γιά μιά πορεία στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν.
Τόν δικό μας Δημήτρη Καπρᾶνο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά σέ καλέσει ἀνά πᾶσα στιγμή γιά νά σοῦ δώσει ἕνα ὡραῖο παραπολιτικό καί δέν ἔχει ποτέ πρόβλημα, ἴχνος βεντετισμοῦ (ἄν καί μιλᾶ μέ ὅλους τούς ἐφοπλιστές) νά ἀλλάξει τό χρονογράφημά του, ἀκόμη καί ἄν πλησιάζει ἡ ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπικαιρότης τό ἐπιβάλλει. Τιτάν. Τόν Νῖκο τόν Σίμο, νῦν διευθυντή τοῦ καναλιοῦ τῆς Βουλῆς. Τήν Ὄλγα Μπακομάρου καί τόν Ἀλέκο Λιδωρίκη, τούς μαίτρ τῶν συνεντεύξεων. Τήν Μαρία Ρεζάν τοῦ ραδιοφώνου –μιλοῦσα στό τηλέφωνο μαζί της στάς δυσμάς. Τόν ἀειθαλῆ χρονογράφο Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τήν Ζέζα Ζήκου μας: τό διαμάντι τοῦ οἰκονομικοῦ, ἡ ὁποία ὅταν συνάδελφοί της ἔκαναν βόλτα γιά ψώνια στούς δρόμους τῆς Νέας Ὑόρκης ἐκείνη εἶχε κλειστεῖ στήν Σύνοδο τοῦ ΔΝΤ, ἄκουγε τόν φίλο της τόν Γκρίνσπαν καί ἔβλεπε ἀπό πολύ νωρίς (2008) τά σύννεφα τῆς κρίσης. Τόν Κώστα Καββαθᾶ τῆς τεχνολογικῆς πρωτοπορίας καί τήν Μαρία Παπαπαναγιώτου τῆς Ὑγείας πού εἶναι ἀκόμη ἐνεργοί καί μαζί μας. Τόν Τάσο Κοντογιαννίδη, ὁ ὁποῖος τινάζεται ἀπό τήν καρέκλα του μόλις ἀκούσει τήν λέξη «γενοκτονία» καί στέλνει ἄρθρο. Ὅλη αὐτή ἡ γενιά δημοσιογράφων διακρίνεται ἀπό ἕνα κοινό γνώρισμα: δέν ἐγκαταλείπει τό σκάφος ποτέ ὅσο καί ἄν μεγαλώσει (ὁ Τίτος Ἀθανασιάδης μοῦ ἔστελνε χειρόγραφα μέσα ἀπό νοσοκομεῖο ὅταν νοσηλεύτηκε πρό ἔτους!) καί κλείνει πάντοτε τελευταία τά φῶτα τῆς πόλης στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Γράφουμε γιά τά δικαιώματα καί τά ὡράρια ὅλων τῶν ἄλλων ἐργαζομένων ἀλλά ἀδιαφοροῦμε γιά τά δικά μας γιατί ἁπλῶς ἡ δημοσιογραφία δέν ἔχει ὡράριο. Ὅλη αὐτή ἡ γενιά ἐπίσης διακρίνεται σέ δύο κατηγορίες. Σέ ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἐγκύκλιες γνώσεις ἀλλά μεγάλο τεράστιο πάθος γιά τήν εἴδηση, ἡ πρώτη. Ὑποκαθιστοῦσαν τήν ἔλλειψή τους σέ Παιδεία μέ τό ἔνστικτο τοῦ πεζοδρομίου καί τεράστια ἐργατικότητα. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἔχουν τόν σεβασμό μου ἀνεξαρτήτως χαρακτήρων καί τά ἀδέρφια Καρατζαφέρη (Σπῦρος καί Γιῶργος) καί ὁ Κακαουνάκης, καί ὁ Τράγκας, καί ἀπό τούς «νεώτερους» ὁ Παπαχρῆστος. Ἀπό τό πρωί στό ρεπορτάζ. Στήν ἀναζήτηση τῆς πληροφορίας. Ὁ Κακαουνάκης εἶχε ὅλα τά γνωστά προβλήματα στόν χαρακτῆρα του, ἀλλά ἔκανε μιά ἐκπομπή στό ραδιόφωνο, ἡ ὁποία διαμόρφωνε κάθε μέρα τήν ἀτζέντα τῆς ἐπικαιρότητας. Μιά κατηγορία μόνος του ἐπίσης εἶναι ὁ ἐκδότης τῆς ἐφημερίδας «Παρόν» Μάκης Κουρῆς, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καί σήμερα πηγαίνει στό περιστύλιο τῆς Βουλῆς γιά ρεπορτάζ. Ἀπό τή δεύτερη κατηγορία ἐκείνων μέ τίς ἐγκύκλιες γνώσεις ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ξεχωρίσω συμβολικῶς τέσσερεις, προδικτατορικούς: τόν Γεώργιο Βλάχο τῆς «Καθημερινῆς», τά ἄρθρα τοῦ ὁποίου εἶχαν ἕνα μοναδικό ἀγέρωχο ὑπερήφανο ὕφος. Τόν Ἀλέκο Λιδωρίκη ὁ ὁποῖος πῆρε συνεντεύξεις ἀπό τούς Προέδρους Ροῦσβελτ καί Ἀϊνζενχάουερ, τόν Μπενίτο Μουσσολίνι, τήν Μέριλυν Μονρόε καί τόν Ἔλβις Πρίσλεϋ.
Τόν Νῖκο Μέρτζο, τόν ὁποῖο σέβονται ἕως οἱ Σκοπιανοί, καί ἄς τούς τά ἔσουρνε παλαιότερα (προχθές ἔλαβα τό τελευταῖο του βιβλίο). Τήν Ἀλεξάνδρα Στεφανοπούλου μέ τίς μοναδικές ἐπιφυλλίδες. Καί ἀπό τήν γενιά μας τόν Νῖκο Χατζηνικολάου, μακράν. Δέν εἶναι εὔκολο νά εἶσαι τριάντα χρόνια κάθε μέρα μέσα στά σπίτια τῶν Ἑλλήνων καί νά σέ ἐμπιστεύονται. Πρέπει νά ἀγαπᾶς αὐτό πού κάνεις. Κοιτάζω γύρω μου καί σκέφτομαι: Μποροῦμε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ὡς σύνολο νά τούς φθάσουμε ἐμεῖς ὅλους αὐτούς τούς τιτᾶνες στό μικρό τους νυχάκι; Ἡ εὔκολη ἀπάντηση εἶναι ὄχι. Ἀλλά ἡ ἐποχή προστάζει ναί. Πρέπει νά προσπαθήσουμε. Καί ὅπως συνειδητοποίησα σήμερα τό πρωί μετά ἀπό ἕνα μήνυμα πού μοῦ ἔστειλε ὁ φίλος ἐπικοινωνιολόγος Ἰάκωβος Ἀρμάος, τό διακύβευμα δέν εἶναι πλέον οἱ εἰδήσεις. Αὐτές κυκλοφοροῦν παντοῦ σκόρπιες χωρίς ἱεράρχηση. Σχεδόν τίποτε δέν μένει μυστικό. Τό διακύβευμα γιά τόν Τύπο τῆς ἐποχῆς εἶναι «ἡ εὕρεση τῶν προτεραιοτήτων». Νά ξεχωρίζει κάθε μέρα τί εἶναι σημαντικό γιά τήν χώρα, νά τό ἀναδεικνύει καί νά τό ἐπιβάλει στήν ἀτζέντα. Ἀπό αὐτό θά κριθοῦμε ἐν τέλει! Ἡ γενιά πού προηγήθηκε ἄφησε τό ἴχνος της ἰσχυρό. Ἐμεῖς νά δοῦμε…