Περίμενα πάντα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα μέ ἕνα συναίσθημα πού δέν μπόρεσα ποτέ νά προσδιορίσω. Ἦταν περίεργο.
Ἕνα μεῖγμα κατανύξεως, ἀνυπομονησίας, προσμονῆς ἀλλά καί χαρᾶς! Κατάνυξη, γιατί ἠχοῦσαν μέσα μου φράσεις πού δέν πολυκαταλάβαινα μέχρι νά μεγαλώσω, ἀλλά ἀσκοῦσαν μέσα μου μιά παράξενη γοητεία. Εἶχα διαβάσει, πολύ μικρός, ἕνα ἀνάγνωσμα σέ κάποιο ἀπό τά περιοδικά ποικίλης ὕλης, πού βρίσκονταν στόν προθάλαμο τοῦ ὀδοντιατρείου τοῦ οἰκογενειακοῦ μας φίλου ὀδοντιάτρου –καί δεινοῦ κυνηγοῦ– Ἀνδρέα Συμεωνίδη.
Ἀναφερόταν στό «Ἄρατε Πύλας», πού ἐξέπεμπε μέ βροντώδη φωνή ὁ ἱερέας-ἥρωας τοῦ ἀναγνώσματος. Ἦταν μιά περιγραφή μεγαλειώδης, πού στήν παιδική μου φαντασία ἔμοιαζε ἐπική. Ὕστερα ἦταν ἐκεῖνο τό ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», πού ἄκουγα κάθε Μεγάλη Πέμπτη, καθώς παρέμενα γονυπετής, μέ τήν γιαγιά μας νά μοῦ χαϊδεύει τό κεφάλι καί νά κλαίει μέ λυγμούς καθώς περνοῦσε μπροστά μας ὁ Ἐσταυρωμένος.
«Γιατί κλαῖς, γιαγιά;» τήν ρωτοῦσα κάθε φορά. Κι ἐκείνη σκούπιζε τά δάκρυά της μέ ἕνα μαντήλι λευκό, πού εἶχε γύρω-γύρω μιά μαύρη «τρέσα», κουνοῦσε τό κεφάλι της καί μέ φιλοῦσε, χωρίς ποτέ νά μοῦ ἀπαντᾶ.
Ἀργότερα, πού ἄρχισα νά δακρύζω κι ἐγώ, κατάλαβα. Ἀλλά ἡ γιαγιά μου, ἡ Ζαφειρία Πατσουράκου τό γένος Ἐλευθερίου, δέν ἦταν πιά ἐκεῖ… Ἦταν καί ἐκεῖνοι οἱ ὑπέροχοι ἐπιτάφιοι θρῆνοι. «Αἱ γενεαί πᾶσαι» καί «Ἄξιόν ἐστι», πού τούς συνόδευε τό «συρτό» βῆμα τοῦ ἀγήματος καί τῆς Μουσικῆς τοῦ Δήμου, πού ἀκολουθοῦσε τό ἁγιασμένο κιβοῦρι, στήν περιφορά. Μεγαλώνοντας, προστέθηκε καί τό κατανυκτικό-ἐρωτικό συναίσθημα, καθώς οἱ εὐωδιές τῆς Ἀνοίξεως κέντριζαν τήν ἐφηβεία μας καί τά κορίτσια μέ τά γεμᾶτα ροδοπέταλα κάνιστρα συνόδευαν τόν Μέγιστο νεκρό. Κι ἐγώ, συντετριμμένος ἀλλά καί γεμᾶτος συναισθήματα συνάμα, ἀκολουθοῦσα, γιατί ἡ ἐκλεκτή μου (καί πλάι μου ἀπό τότε) ἦταν μιά ἀπό τίς νεαρές μαθήτριες-μυροφόρες…
Ὕστερα ἦταν ἡ νηστεία. Ἡ αὐστηρότατη νηστεία, τήν ὁποία εἴχαμε μάθει νά ἀκολουθοῦμε (μέχρι καί σήμερα) ὅλη τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, μέ ὅλα τά ψητοπωλεῖα κλειστά, καθώς οὐδείς διενοεῖτο νά δοκιμάσει κρέας μέχρι τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως! Ἀπό μόνος του ὁ ὀργανισμός μας ἀπέβαλε κάθε τέτοια ἐπιθυμία… Θυμᾶμαι καί ἐκεῖνα τά χρόνια στήν «Καθημερινή», μέχρι πού μᾶς ἦλθε ἡ «πρόοδος», στήν Ὁμόνοια, μέ ὅλα τά «σουβλατζίδικα» κλειστά ἀπό τήν Μεγάλη Τετάρτη!
Καί μετά οἱ μυρωδιές! Ἐκεῖνες οἱ θεῖες, λεπτές μυρωδιές ἀπό τό φρέσκο βούτυρο, τήν βανίλια καί τό μαχλέπι καί ὅλα τά ἁγνά ὑλικά μέ τά ὁποῖα οἱ γυναῖκες τοῦ σπιτιοῦ (γιαγιά, μητέρα καί ἀδελφή) συνεπικουρούμενες ἀπό τόν ἀθεράπευτο λάτρη τῆς μαγειρικῆς πατέρα μας, δημιουργοῦσαν τά ἀπαραίτητα γιά τίς ἅγιες ἡμέρες κουλουράκια καί τσουρέκια. Κι ἄν ἡ γιαγιά εἶχε κέφια ἔφτιαχνε ἐκεῖνα τά μοναδικά «ὑδραίικα» ἀμυγδαλωτά. Ἀκόμη αἰσθάνομαι τήν εὐωδιά τοῦ ἀνθόνερου, στό ὁποῖο τά ἔλουζε πρίν τά βυθίσει στήν λεκάνη μέ τήν «ἄχνη» ζάχαρη!
Καί σήμερα, μέ τά παλιά τετράδια τῶν μανάδων μας, προσπαθοῦμε νά «περάσουμε» τά ἀρώματα καί τά χρώματα τῆς Λαμπρῆς στήν νεώτερη γενιά. Τό θεωροῦμε καθῆκον καί ὑποχρέωση σέ ἐκείνους πού μᾶς τά δίδαξαν. Καλή Μεγαλοβδομάδα, ἀγαπητοί…