Οὔτε πού θυμᾶμαι πῶς ἔφτασα στό ἀεροδρόμιο! Ἡ ἐντολή ἦταν σαφής: «Πήγαινε καί φέρε τό ρεπορτάζ!».
Κι ἐγώ, πού δέν εἶχα μέχρι τότε ἐργαστεῖ σέ ἐφημερίδα πολιτική, μέ τό «Σίμκα» τοῦ πατέρα μου καί τό ἰατρικό σῆμα στό πάρ-μπρίζ, βγῆκα (δηλαδή προσπάθησα νά βγῶ) στήν παραλιακή. «Ἔ-ε-ερχεται!» φώναζαν χιλιάδες λαοῦ δεξιά κι ἀριστερά τῆς Συγγροῦ, πού δέν ἦταν τότε ὅπως σήμερα, ἀλλά εἶχε πολλά φανάρια καί προβλήματα.
Δέν ἔχω ἀκόμη καταλάβει πῶς ὁδήγησα, πῶς ἔκανα κάτι «σφῆνες» πού θά τίς ζήλευε καί ὁ Στήβ Μάκ Κουήν, βγῆκα στήν παραλία, πέρασα τήν ΒΡ, πέρασα τήν «Νεράιδα» τῆς Παμέλας, ἔφτασα Γλυφάδα, καί ἄφησα κάπου τό αὐτοκίνητο. Κραδαίνοντας μιά «ταυτότητα» τῆς Γενικῆς Γραμματείας Ἀθλητισμοῦ, πού πιστοποιοῦσε ὅτι ἤμουν συντάκτης στήν ἀθλητική ἐφημερίδα στήν ὁποία ἔγραφα τότε καί λέγοντας συνεχῶς «δημοσιογράφος», βρέθηκα ἀνάμεσα σέ ἕνα τσοῦρμο ἀνθρώπων, πού ἔσπρωχναν καί σπρώχνονταν καί σχεδόν «σηκωτός» ἀκολουθοῦσα. Τό μάτι μου εἶχε πάρει μπροστά μου κάποιους γνωστούς δημοσιογράφους, ὁπότε ἔλεγα μέσα μου «καλά πᾶμε» καί συνέχιζα…
Θυμᾶμαι εἶχα κρεμασμένη στόν ὦμο μιά κομψή δερμάτινη τσάντα (τότε οἱ ἄνδρες εἴχαμε τσάντες πού τίς κρεμούσαμε στόν ὦμο, σήμερα ἔχουμε σακίδια) καί μέσα ἕνα μικρό μαγνητόφωνο «σόνυ», μπλοκάκι καί στυλό. Τά «ὅπλα» δηλαδή τῆς ἐποχῆς γιά τόν δημοσιογράφο, πού σήμερα μέ ἕνα «κινητό» τά ἔχει ὅλα στό πιάτο…
«Σηκωτός» μπῆκα σέ μιά αἴθουσα, ὅπου γινόταν ἔλεγχος ταυτοτήτων. Τί ἔλεγχος, δηλαδή, τῆς πλάκας! Σήμερα πού τό σκέπτομαι, νομίζω ὅτι ἄν κάποιος ἤθελε νά κάνει κακό σέ ἐκεῖνον πού ἐρχόταν θά μποροῦσε εὔκολα νά τό κάνει…
«Ταυτότητες» φώναζε ἕνας βαθμοφόρος ἀστυνομικός, σήκωσα κι ἐγώ τό χέρι μου μέ τήν κάρτα τῆς ΓΓΑ καί πέρασα τόν «ἔλεγχο». Οὔτε «ἀκτῖνες» οὔτε κάτι ἄλλο ἀποτελεσματικό… Θόρυβος, φωνές, ἀπ’ ἔξω χιλιάδες λαοῦ, φώναζαν συνθήματα. Ἐκεῖ πρωτάκουσα τό «Φόλα στόν σκύλο τῆς ΕΣΑ»! Αἰσθανόμουν περίεργα. Ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη, μέσα σέ δυό-τρεῖς μέρες, εἶχαν ἀλλάξει ὅλα. Κι εἶχα ἀλλάξει κι ἐγώ, πού δέν ἤμουν τόσο ἐκδηλωτικός. Εἶχα φωνάξει στό Σύνταγμα «Δῶστε τή χούντα στόν λαό» καί εἶχα πάρει, ἐνθουσιασμένος, τηλέφωνο τή μάνα μου γιά νά τῆς πῶ τά νέα.
– Ἔρχεται ὁ Καραμανλῆς! Πάω στό ἀεροδρόμιο γιά ρεπορτάζ!
– Ἄχ, ἔρχεται ὁ κοῦκλος μου! Καί θά ἔρθει καί ὁ ἄλλος Κωστάκης, ἔ;
– Ποιός ἄλλος, μητέρα; Ὁ Καραμανλῆς ἔρχεται!
Ἀπό μέσα ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ πατέρα μου. «Καλά, ἄσε την νά ὀνειρεύεται βασιλιάδες!»…
Ἡ αἰώνια διαμάχη στό σπίτι. Ἡ «βασιλικιά» καί «δεξιά» μητέρα καί ὁ ἀκραιφνής βενιζελικός πατέρας ἐν πλήρει διαφωνία!
Σηκωτός, διαπίστωσα ὅτι εἴχαμε μπεῖ στήν πίστα! Καί τό ἀεροπλάνο τοῦ Ζισκάρ εἶχε ἤδη προσγειωθεῖ. «Νά, αὐτός ὁ μικρός εἶναι ὁ Λιάπης, ὁ γιός τῆς ἀδερφῆς του!» «Καί ὁ Λαμπρίας, νἄτονε, ἐκεῖ!» «Νά κι ὁ Τζώρτζης ὁ Ἀθανασιάδης! Στήν πόρτα!» Εὐτυχής πού τά ἔζησα καί τά εἶδα ὅλα ἐκεῖνα. Καί περήφανος πού ἀπό ἐκεῖνο τό βράδυ ἡ ὑπογραφή μου βρέθηκε στίς πολιτικές σελίδες τῶν ἐφημερίδων. Στήν τελευταία σελίδα τῆς «Ἀθηναϊκῆς», μέ ἡμερομηνία 24 Ἰουλίου 1974! Τί καλύτερο ξεκίνημα;