Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Ὀκτωβρίου 1924
Εἰς τό πρόγραμμα τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Τμήματος τῆς Χ.Α.Ν., διευθυνομένου ἀπό ἕνα διδάσκαλον Ἀγγλοσαξωνικῆς ἐνεργείας, τόν κ. Ἐλεόπουλον, εἶδα, μεταξύ ἄλλων μαθημάτων, καί ἕνα ἐντελῶς ἀνέλπιστον. Τήν διδασκαλίαν πρός χρησιμοποίησιν τῶν ἐλευθέρων ὡρῶν. «Ἐλεύθεραι ὧραι» εἶνε, ἁπλούστατα, αἱ χαμέναι ὧραι τοῦ Ἕλληνος, αἱ ἐχθρικαί αὗται ὧραι, τάς ὁποίας καταγίνεται, μέ κάθε τρόπον, νά σκοτώσῃ. Ὑποθέτω, ὅτι ὁ ἀναγνώστης ἐμάντευσε πλέον περί τινος πρόκειται. Λοιπόν, τάς χαμένας αὐτάς ὥρας πρόκειται νά διδαχθοῦν οἱ Ἕλληνες νά τάς χρησιμοποιοῦν, ἀντί νά τάς σκοτώνουν.
Πόσες φορές δέν παρευρέθημεν εἰς τάς θανατικάς αὐτάς ἐκτελέσεις! Εἰς τά καφενεῖα ἑκατοντάδες ἀνθρώπων δέν κάμνουν ἄλλο τίποτε, παρά νά σκοτώνουν τάς ὥρας των, μέ ὅλα τά δυνατά καί ἀδύνατα μέσα. Εἰς τόν δρόμον ἐπίσης. Εἰς τά σπίτια ὁμοίως.
-Τί κάνεις αὐτοῦ;
-Τί νά κάνω, φίλε μου; Προσπαθῶ νά σκοτώσω τήν ὥρα μου.
Ἡ ἐρωταπόκρισις αὐτή εἶνε τυπική πλέον. Κάθε ἄνθρωπος, ἔχει δύο ἐργασίας εἰς τήν Ἑλλάδα. Τήν ἐργασίαν τοῦ ἐπαγγέλματός του καί τήν ἐργασίαν τοῦ δημίου τῶν χαμένων ὡρῶν. Ὅταν τελειώσῃ τήν μία, ἀρχίζει τήν ἄλλην. Ἀλλά τό μοιραῖον θῦμα εἶνε κάπως σκληροτράχηλον. Δέν σκοτώνεται πολύ εὔκολα. Καί τότε, οἱ διάφοροι δήμιοι συνέρχονται εἰς συμβούλιον, διά νά ἐφεύρουν τά καταλληλότερα ὅπλα καί τά δραστηριώτερα δηλητήρια πρός ἐξολόθρευσίν του.
-Τί νά κάνουμε, βρέ παιδιά, νά σκοτώσουμε τήν ὥρα;
Κάθε μέλος τῆς παρέας προτείνει τό ὅπλον τῆς ἐκλογῆς του. Ἄλλος τά χαρτιά, ἄλλος τό κρασί, ἄλλος τό τραγούδι, ἄλλος τό κουβεντολόγι. Χρησιμοποιοῦνται ὅλα. Ἀλλά τό θῦμα δέν ἐννοεῖ νά ἐκπνεύσῃ.
-Τί ὥρα εἶνε, βρέ παιδιά;
-Ἕνδεκα.
-Ἀκόμα; Καί τί θά κάνουμε τώρα;
-Τί θά κάνουμε; Θά χαζέψομε! Καί χαζεύουν, περιμένοντες νά ἐκπνεύσῃ τό θῦμα.
Ἀλλά ὁ θελκτικώτερος τρόπος τοῦ σκοτώματος τῆς ὥρας εἶνε αὐτός, τοῦ ὁποίου ὅλοι ἐπληρώσαμεν κάποτε τά ἔξοδα. Ἕνας Χριστιανός μᾶς λιμάρει ἀδιαπτώτως μίαν, δύο, τρεῖς συνεχεῖς ὥρας.
Φανταζόμεθα, φυσικά, ὅτι κάπου μέλλει νά καταλήξῃ. Δέν καταλήγει ὅμως εἰς κανένα συμπέρασμα. Ἐπί τέλους, ἀναγνωρίζει τό ἔγκλημά του. Ἀλλά ἔχει καί πρόχειρην ἀμέσως τήν ἀπολογίαν του:
-Σέ λιμάρισα, καϋμένε; Ἀλλά τί νά πῇ κανένας νά σκοτώσῃ τήν ὥρα;
Ἁπλούστατα, ὁ λαμπρός ἄνθρωπος ἐζητοῦσεν ἕνα σύντροφον διά τό σκότωμα τῶν χαμένων του ὡρῶν. Καί τόν εὑρῆκε σ’ ἐμᾶς. Χωρίς νά τό καταλάβωμεν, ἐγίναμεν συνεργοί ἑνός φόνου.
Ἡ Χ.Α.Ν. ζητεῖ τώρα νά μᾶς μάθῃ νά μή σκοτώνωμεν τάς χαμένας μας ὥρας. Καί ὄχι νά μή τάς σκοτώνωμεν, ἀλλά καί νά τάς χρησιμοποιοῦμεν ἐπωφελῶς. Θά τό κατορθώσῃ; Ἀμφιβάλλω. Ἐάν τό κατορθώσῃ ὅμως, θά τῆς ὀφείλεται ἐθνική εὐγνωμοσύνη. Τά μεγαλείτερα ἔργα τῆς ἀνθρωπότητος ὀφείλονται ἀκριβῶς εἰς τάς χαμένας αὐτάς ὥρας. Εἰς τάς ὥρας, δηλαδή, ποῦ σκοτώνομεν ἐνταῦθα, μέ τήν πλέον ἐλαφράν συνείδησιν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ