Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ μάνα εἶναι ὁ πιό πολύτιμος κοντινός μας ἄνθρωπος
Ἄλλο τόσο βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλους τούς πολύτιμους καί ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, κυρίως ἐκείνους πού θεωροῦμε δεδομένους, τούς ἐκτιμοῦμε πολύ περισσότερο ὅταν μᾶς λείψουν… Γιά ἐμᾶς, τούς ἄνδρες, ἡ μάνα εἶναι τό «ἀποκούμπι», τό σημεῖο ἀναφορᾶς μας, τό καταφύγιό μας, τό λιμάνι…
Ὅσο καλή, ὅσο ἄριστη, ὅσο πολύτιμη καί ἄν εἶναι ἡ σύντροφός μας, ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν μας, ἡ «γυναίκα τῆς ζωῆς μας», ἡ σχέση μέ τή μάνα εἶναι σέ ἄλλη βαθμίδα. Δέν θυμᾶμαι ποτέ νά εἶπα ἄλλη λέξη ἀπό τό «μάνα μου», ἀπό τό «πού ’σαι ρέ μάνα» σέ μιά δύσκολη στιγμή… Ὅταν λείψει ἡ μάνα, ἐκλείπει καί ὁ τελευταῖος «βαθμός» ἀναφορᾶς μας. Ὅσο ζεῖ, μπορεῖς νά πεῖς «Πηγαίνω στή μάνα μου», μπορεῖς νά πεῖς «Ἔχω νά πάω στή μάνα μου». Καί, φυσικά, μποροῦν νά σοῦ ποῦν «Δέν πᾶς στή μάνα σου, καλύτερα;»! Ὅπως καί νά ἔχει, ὅμως, ἡ μάνα εἶναι μέσα σέ κάθε οἰκογενειακή συζήτηση…
Ἐμένα, πάλι, ἡ μάνα μου ἔρχεται στό νοῦ κυρίως στό τραπέζι! Ἐκεῖ, θά θυμηθῶ πάντα κάποια στιγμή της, κάποια λόγια της, κάποια χαριτωμένη ἱστορία… Μπορῶ νά πῶ ὅτι εἴχαμε μιά μητέρα διαφορετική, γιά ἐκεῖνα τά χρόνια. Στήν δεκαετία τοῦ ’50, τότε, δηλαδή, πού οἱ γυναῖκες δέν ψήφιζαν ἀκόμη, ἐκείνη διηύθυνε ἕνα ὁλόκληρο σχολεῖο καί στίς ἀρχές τοῦ ’60 εἶχε περισσότερα ἀπό 400 παιδιά.
Φυσικό ἦταν, νά μήν τήν βλέπουμε πολύ στό σπίτι, μέχρι πού ὁ πατέρας μας –πού καί ἐκεῖνος ἔλειπε πολλές ὧρες, ἀφοῦ τό πρωί πήγαινε στό ἰατρεῖο του, στόν Οἶκο τοῦ Ναύτου καί τό ἀπόγευμα σέ κατ’ οἶκον ἐπισκέψεις, βρῆκε τήν σωστή φόρμουλα καί τό καινούργιο σχολεῖο φιλοξενοῦσε στόν μισό πρῶτο ὄροφο τό σπίτι μας!
Καί πάλι, ὅμως, μπορῶ νά πῶ ὅτι τή μάνα μου τήν «χόρτασα» ὅταν βγῆκε στήν σύνταξη! Καί καθώς ὁ πατέρας μας ἔφυγε κάπως νωρίς (ἡ μάνα μας ἔζησε 28 γεμᾶτα χρόνια χηρείας) κι ἐγώ ἤμουν τό μοναδικό ἀπό τά πέντε παιδιά πού ἔμεινε στήν Ἑλλάδα, ἤμουν, κατά κάποιον τρόπο, ὁ «κηδεμών» της…
Βεβαίως, ἔμενε μόνη της, στό σπίτι της καί ὅταν «βάρυνε» λιγάκι, εἶχε μιά καλή κυρία ἀπό τήν Βουλγαρία, πού ἔμεινε μαζί της ὥς τό τέλος.
Περάσαμε ὅλα τά στάδια. Ἀπό τήν δυνατότητά της νά πηγαίνει κρουαζιέρες καί ταξίδια μακρινά μέ τίς φίλες της (μέ τήν πεθερά μου καί κάποιες ἄλλες χῆρες), ἀπό τίς διακοπές σέ θέρετρα μέ ἰαματικά λουτρά καί φθάσαμε μέχρι καί τό αμαξίδιο, ὅταν χρειάστηκε. Μπορῶ νά πῶ ὅτι ὑπῆρξαν φορές πού τήν ἔβγαζα βόλτα μέ τό ἁμαξίδιο καί τῆς ἔκανα διάφορα «κόλπα», τά ὁποῖα εὐχαριστιόταν ἰδιαίτερα καθώς οὐδέποτε ἔχασε τό ὀξύτατο πνεῦμα της.
Ἔφυγε πλήρης ἡμερῶν…
Ἕνα ἀπό τά πιό ἀστεῖα περιστατικά: Ἔπαιζε μέ τίς φίλες της «Θανάση» στό σπίτι μας. Ὅποτε μποροῦσα, πήγαινα καί τούς ἔφτιαχνα τούς καφέδες. Ἕνα βράδυ, μιά κυρία ἄφησε τό καρέ νωρίς, κατά τίς ἐννέα. Καί λέει ἡ μάνα μου. «Ἄ, τήν καημένη, ζεῖ ὁ ἄνδρας της!»…