Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Ἰουλίου 1924
Μέ αὐτήν τήν ζέστην εἶδα χθες τό ἀπόγευμα ἄνθρωπον ἐξερχόμενον ἀπό τό σπίτι του ἐντός ρεδιγκότας, καί δή ἐπιμελῶς κουμβωμένης. Διά νά εἶμαι ἀκριβής, ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξήρχετο μόνος του. Τόν ἔβγαζαν τέσσαρες.
-Διατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐφόρεσε τήν ρεδιγκότα του; ἐρώτησα.
-Δέν τήν ἐφόρεσε! μοῦ εἶπαν. Τοῦ τήν ἐφόρεσαν.
-Ἀλλά γιατί τοῦ τήν ἐφόρεσαν;
Περί αὐτοῦ ἀκριβῶς πρόκειται.
-Διότι, ἁπλούστατα, ὁ ἄνθρωπος κηδεύεται. Καί, ὅταν κηδεύεται κανείς, φορεῖ τά καλλίτερα ροῦχα, πού εὑρίσκονται στό βεστιάριόν του. Ὁ ἀξιωματικός φορεῖ τήν μεγάλην του στολήν. Ὁ ἀστός τήν ρεδιγκόταν του ἤ τό ζακέ του. Ὁ ἐργάτης τά Κυριακάτικά του. Αὐτά εἶναι πράγματα πού συμβαίνουν κανονικῶς.
-Ἀλλά γιατί νά συμβαίνουν;
-Διότι τό ἐπιβάλλει ἡ σχετική ἐθιμοτυπία.
Ὁ ἄγνωστος, πού μοῦ ἔδωκε τάς ἐξηγήσεις αὐτάς, αἱ ὁποῖαι τόν ἱκανοποιοῦσαν τελείως, εἶχε προφανῶς καί ὁ ἴδιος ρεδιγκόταν, τήν ἐπεφύλασσε διά τήν ὑψηλήν αὐτήν χρησιμοποίησιν καί ἦτο ἥσυχος καί ξενοιασμένος.
-Θέλετε, παρακαλῶ, νά συζητήσωμεν τήν ἐθιμοτυπίαν, περί τῆς ὁποίας ὡμιλήσατε; τοῦ εἶπα.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν κιτρινισμένην ρεδιγκόταν, τόν ὁποῖον ἐσήκωναν οἱ τεσσάρες, εἶχε προχωρήσει ἐν τῷ μεταξύ, ἀποτελῶν τήν μόνην ἐπίσημον ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, εἰς μίαν ἐποχήν, πού καί οἱ ὑπουργοί δίδουν τόν ὅρκον των ἐνώπιον τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας μέ τό σακκάκι των.
-Μπορεῖτε, λοιπόν, νά μοῦ πῆτε, ποῦ πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος αὐτός; ἐξηκολούθησα.
-Ἀλλ’ αὐτό εἶναι πασίγνωστον, κύριε. Ἕνας νεκρός πηγαίνει εἰς τόν τάφον του καί δέν εἶναι δυνατόν νά πηγαίνη πουθενά ἀλλοῦ.
-Λαμπρά! Καί τί πηγαίνει νά κάμη εἰς τόν τάφον του;
-Πηγαίνει νά κοιμηθῆ τόν αἰώνιον ὕπνον.
-Ὡραίῖα! Δέν μοῦ λέτε τώρα, σᾶς παρακαλῶ; Ὅταν πηγαίνει κανείς στό κρεββάτι του, ντύνεται ἤ γδύνεται;
-Γδύνεται, φυσικά.
-Ἐν πάσῃ περιπτώσει, κανείς δέν φορεῖ τήν ρεδιγκότα του γιά νά πάη νά πλαγιάση.
-Βεβαίως, δέν τήν φορεῖ.
-Καί τί φορεῖ;
-Φορεῖ τίς πυζάμες του.
-Λαμπρά! Γιατί, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού πηγαίνει νά πλαγιάση στήν αἰωνίαν του κλίνην- μίαν κλίνην καί αὐτήν, ὅπως κάθε ἄλλη- ἐφόρεσε τήν ρεδιγκότα του καί τόν ἄσπρο του λαιμοδέτην;
Ὁ ἄγνωστος ἐδυσκολεύθη νά μοῦ ἀπαντήση.
-Μά, ἐπί τέλους, τί ἐννοεῖτε νά φορῆ ἕνας νεκρός; μοῦ εἶπε μέ ἀγανάκτησιν.
-Ἁπλούστατα- τοῦ ἀπήντησα- ἐννοῶ νά φορῆ τίς πυζάμες του. Καί ὁ ἴδιος θά ἔχη ὅλην τήν ἄνεσίν του εἰς τήν τελευταίαν του κλίνην καί οἱ ἄλλοι, πού θά τόν βλέπουν, δέν θά τόν παίρνουν ὡς ἕνα ξιππασμένον χωριάτην, πού ἐφόρεσε τήν ρεδιγκότα του, γιά νά πέση στό κρεββάτι του.
Ὁ ἄγνωστος δέν εἶχε πεισθῆ, διότι τά φυσικώτερα καί τά λογικώτερα τῶν ἐπιχειρημάτων είνε ἀκριβῶς ἐκεῖνα πού δέν πείθουν κανένα.