Σέ κάποιο χωριό τῆς παραμεθορίου ὁ πατέρας μου, ἔφεδρος ἀνθυπίατρος…
… ἐξετάζει νέους οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσέλθει νά καταταγοῦν ἐθελοντικά.Λίγο πιό πάνω, τό Μέτωπο ἔχει ἀνάψει. Οἱ δικοί μας ἔχουν ἀρχίσει νά παίρνουν φαλάγγι τούς κοκορόφτερους
«Ἔρχεται ἕνας κοντούλης, ἀλλά ψωμωμένος, τόν ἐξετάζω καί βρίσκω μιά κήλη τεράστια. “Ντύσου καί πήγαινε σπίτι σου” τοῦ λέω. Μέ κοιτάζει μέ τά μάτια τεράστια καί ξεσπάει σέ ἕναν περίεργο λυγμό. Μιλάει μέ ἐκείνη τήν βαριά, σερραίικη προφορά. “Γιατρέ, ἄν μέ διώξεις, θά αὐτοχτονήσω!” μοῦ λέει. Τόν χτυπῶ στήν πλάτη καί τοῦ ξαναλέω, ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσα. “Σέ παρακαλῶ, πήγαινε σπίτι σου καί κοίταξε νά χειρουργηθεῖς. Ἡ κήλη σου εἶναι ἐπικίνδυνα διογκωμένη”. Τά μάτια του τώρα τρέχουν δάκρυα. Στέκεται ἐκεῖ, ἀκίνητος, μέ τά πανταλόνια στό πάτωμα, σέ στάση προσοχῆς. “Γιατρέ, ἐγώ δέν γυρνάω στό χωριό μου. Θά αὐτοχτονήσω καί τό κρῖμα στό λαιμό σοῦ!” μοῦ λέει ἀποφασιστικά. Τοῦ εἶπα νά ντυθεῖ, ἔκανα τήν καρδιά πέτρα καί ὑπέγραψα “ἱκανός”!
Εἶναι ἕνα ἀπό τά γεγονότα πού μοῦ ἔχει διηγηθεῖ ὁ πατέρας μου, σέ μιά κασέτα, πού τήν φυλάω σάν τά μάτια μου. Ἀλλά ἄς θυμηθοῦμε τόν πανηγυρικό πού ἐκφώνησε στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στίς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960, ὁ σπουδαῖος συγγραφεύς Στρατῆς Μυριβήλης, ὁ ὁποῖος ἀνεφέρθη σέ ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού διαδραματίστηκε στά μετόπισθεν, ὅπου ὁ ἀπόλεμος πληθυσμός τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν.
«Εἶχε ὀργανωθῇ, κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ’ τόν Ἐρυθρό Σταυρό τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καί ἕναν φίλο γιατρό, σ’ αὐτή τήν ὑπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κἄπου-κἄπου νά τόν δῶ καί νά τά ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρά κάθε μέρα γιά νά δώσῃ τό αἷμα του γιά τούς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά πού περίμεναν τή σειρά τους. Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπί τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στήν σειρά τῶν αἱμοδοτῶν πού περίμεναν, νά στέκεται καί ἕνα γεροντάκι.
– Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
– Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νά δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά μέ ἀπορία καί συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τό δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιό ζωηρή.
– Μή μέ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τό αἷμα μου εἶναι καθαρό, καί ἀκόμα ποτέ μου δέν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πώς οἱ δύο πῆγαν ἀπό αἱμορραγία.
Λοιπόν, εἶπα στή γυναίκα μου, θά ’ναι κι ἄλλοι πατεράδες, πού μπορεῖ νά χάσουν τά παλληκάρια τους, γιατί δέ θά ’χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νά τούς δώσουν. Νά πάω νά δώσω κι ἐγώ τό δικό μου. Ἄιντε, πήγαινε, γέρο μου, μοῦ εἶπε κι ἄς εἶναι γιά τήν ψυχή τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγώ σηκώθηκα κι ἦρθα».
Μήν ἀμφιβάλλει κανείς. Ἄν χρειασθεῖ, πάλι αὐτή θά εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν Ἑλλήνων. Τό ἔχουμε στό αἷμα μας καί ἄς τό γνωρίζουν καλά ὅσοι φαντασιώνονται πώς εἶναι Μουσολίνηδες!