Δέν μένει, δυστυχῶς, πολύς χρόνος γιά κινηματογράφο. Χάσαμε ἐκείνη τήν ὄμορφη συνήθεια, πού μιά φορά τουλάχιστον τήν ἑβδομάδα πηγαίναμε στό σινεμά καί…
… μαγευόμασταν στίς σκοτεινές αἴθουσες ἀπό τά θαύματα τῆς «Ἑβδόμης Τέχνης»… Καί τί δέν εἴδαμε στό σινεμά. Ἀπό τήν παιδική ἡλικία, στό «Σινεάκ», ἔπειτα στίς «ἱστορικές» ταινίες, μέ τούς γονεῖς πάντα, στήν «Ὀδύσσεια», τόν «Μπέν Χούρ», τόν «Ἔλ Σίντ», κι ὕστερα, ἔφηβοι, στόν «Μπέκετ», ἀλλά καί στήν «Σιωπή» τοῦ Μπέργκμαν καί στήν χρυσή «ἐποχή τῆς ἀμφισβήτησης», μέ τό «Μαγαζάκι τῆς κεντρικῆς ὁδοῦ» κι ὕστερα «Τό ἄλογο πού κλαίει», τόν «Ἄνθρωπο ἀπό μάρμαρο», ἀλλά κι ἐκεῖνες τίς «εἰδικές προβολές» τῶν ταινιῶν τοῦ Ἄϊζενσταιν. Κι ἀργότερα, Φελίνι, Μπερτολούτσι, εὐρωπαϊκός κινηματογράφος ποιότητας, πρίν ἡ «ἀμερικανιά» σκεπάσει τά πάντα… Δύσκολο σήμερα τό σινεμά. Ὑπάρχουν τά συνδρομητικά κανάλια, πού προσφέρουν ταινίες ἀμέτρητες καί ὁ ρημάδης ὁ καναπές, πού σέ τραβάει καί σέ ἀπομυζᾶ, χωρίς νά τό καταλαβαίνεις… Ἀλλά ὅταν βρεθεῖ ἡ εὐκαιρία, θά πᾶμε στόν κινηματογράφο καί θά ἀφεθοῦμε στήν μοναδικότητα τῆς προβολῆς, πάντα μέ τήν εἰκόνα τοῦ πιτσιρικᾶ ἀπό τό «Σινεμά ὁ Παράδεισος» στό μυαλό…
Καί βρέθηκε ἡ εὐκαιρία προχθές, καθώς μᾶς συστήθηκε νά δοῦμε μία συγκεκριμένη ταινία «χωρίς νά διαβάσουμε προηγουμένως ὁτιδήποτε γι’ αὐτήν». Καί δέν διαβάσαμε, παρά κατεβήκαμε στήν παραλία, στόν Πειραιᾶ, ἀπολαύσαμε τό καφεδάκι μας πλάι στό κῦμα καί στίς ἐννιά ἀκριβῶς τρυπώσαμε στό ἐξαίσιο θερινό παραθαλάσσιο σινεμά «Βοτσαλάκια»…
Τήν εἴδαμε τρεῖς σχεδόν συνομήλικοι, παιδιά τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Ὁ κατά τρία χρόνια μικρότερος ἀδελφός μου, Πλάτων, καθηγητής στό Πολυτεχνεῖο τοῦ Σέφφηλντ καί τῆς Ὀζάκα, καί ὁ παιδικός μας φίλος, Γιῶργος Μέγκουλας, παγκοσμίου ἀκτινοβολίας γλύπτης…
Ἡ ταινία ἦταν ἐξαιρετική. Μέ τίτλο: «Yesterday», μία ἱστορία γιά ἕναν κόσμο ἀπό τόν ὁποῖο ἀπουσίαζε ἡ μουσική τῶν Beatles! Δέν θά σᾶς παρουσιάσω τήν ὑπόθεση, γιατί θέλω νά πᾶτε νά τήν δεῖτε.
Θά σᾶς πῶ, ὅμως, ὅτι βγῆκα ἀπό τό σινεμά περήφανος καί τυχερός πού ἀνήκω στήν «φουρνιά» ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Γιατί «ναί, τόν ἀλλάξαμε τόν κόσμο». Καί ὄχι μέ τήν ἀνατροπή πού ὅλοι περίμεναν καί πού φόρτωσαν στόν «Μάη τοῦ ’68» ἀλλά μέ τήν μουσική. Μέ ἐκεῖνα τά τέσσερα ἀγόρια ἀπό τό Λίβερπουλ, ἄτομα χαρισματικά καί ἰδιοφυῆ, πού δημιούργησαν ἕνα νέο εἶδος ἐκφράσεως, μέσω μιᾶς μοναδικῆς πλοκῆς ἤχων καί φθόγγων, ἤχων καί στίχων, μουσικῆς καί σκέψεων.
Καί πόσα ἄλλα, ἀλήθεια, δέν ἔφερε ἐκείνη ἡ δεκαετία. Ὅσο κι ἄν στήν Ἑλλάδα ὅλα ἔρχονταν μέ καθυστέρηση ἑπτά ἐτῶν, ἐκείνη ἡ ἐποχή μᾶς ἄγγιξε, μᾶς ξεσήκωσε, μᾶς ἔφερε στό σπίτι τόν Γκίνσμπεργκ, τόν Ντύλαν, τόν Κοέν, τόν Ντόνοβαν, τήν Μπάεζ καί, φυσικά, τούς «Beatles», τούς ἀνθρώπους πού ἀπέδειξαν πόσο σοβαρή πράξη ἦταν τό νά ἀφήσεις τά μαλλιά σου νά μακρύνουν «περισσότερο ἀπό τό κανονικό» κι ἀργότερα πόσο ἐπαναστατικό μπορεῖ νά εἶναι τό σήκωμα τῆς φούστας τῶν κοριτσιῶν ἐπάνω ἀπό τό γόνατο!
Πράγματα πού σήμερα φαίνονται ἁπλά, ἀλλά πού τότε ταρακούνησαν τό σύμπαν. Καί ἤμασταν κι ἐμεῖς ἐκεῖ! Καί εἴμαστε ἀκόμα!