Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Νοεμβρίου 1918
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἐν καιρῷ ἐπιδημίας ὁ φόβος εἶνε ὁ καλλίτερος ἀγωγός της. Ὁ φόβος, ὅπως καί ἡ θλῖψις, ὅπως καί κάθε καταθλιπτική κατάστασις, ἐλαττώνουν τήν ἀντίστασιν τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἐξασθενοῦν τήν ἄμυνάν του καί τόν παραδίδουν ἀφωπλισμένον εἰς τόν ἐχθρόν. Ἀλλά ἡ ἀφοβία εἶνε μία λέξις. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐξ ἰδιοσυγκρασίας ἄφοβοι καί ὑπάρχουν πάλεν ἄλλοι, τόσον ἐπιρρεπεῖς εἰς τό αἴσθημα τοῦ φόβου, ὥστε τίποτε νά μήν ἠμπορῇ νά στούς συγκρατήσῃ. Ὁπωσδήποτε, τό μόνον ἀντιφάρμακον τοῦ φόβου εἶνε ἤ ἕνας ἰσχυρός ἐνθουσιασμός, ὁ ὁποῖος ἐπισκιάζει κάθε ἄλλο αἴσθημα καί κάθε ὑπολογισμόν, ἤ μία ἰσχυρά λογική, πείθουσα τόν ἄνθρωπον ὅτι ὁ κίνδυνος, τόν ὁποῖον φοβεῖται, δέν ὑφίσταται ἤ δέν εἶνε τόσον πιθανός, ὅσον τόν φαντάζεται. Καί πάλιν τό πλέον ἄστοχον μέσον τῆς καταπολεμήσεως τοῦ φόβου εἶνε νά λέγωμεν εἰς ἕνα ποῦ φοβεῖται ὅτι δέν πρέπει νά φοβῆται, διότι ὁ φόβος του εἶνε τό μόνον μέσον νά πάθῃ ἐκεῖνο ποῦ φοβεῖται. Τί γίνεται τώρα μέ τήν γρίππην; Πολλοί ἰατροί λέγουν εἰς τούς πελάτας των:
– Μή φοβεῖσθε, κύριοι, τήν ἐπιδημίαν. Εἶνε παρατηρημένον, ὅτι ἐκεῖνοι ποῦ φοβοῦνται εἶνε τά πρῶτα θύματά της.
Τί συμβαίνει τότε; Συμβαίνει ὅ,τι συνέβη ἀκριβῶς πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἰς γνωστήν μου κυρίαν, ἡ ὁποία δέν ἠμπορῶ νά εἰπῶ ὅτι ἔχει καί ἐξαιρετικῶς μεταξωτά τά νεῦρα. Ἡ κυρία αὐτή μάλιστα ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ἐπιδημίας εἶχεν ἐπιδείξει μίαν μοναδικήν ἀφοβίαν. Ἐπεριποιήθη συγγενεῖς της πάσχοντας, δέν ἄλλαξεν εἰς τό παραμικρόν τόν τρόπον τῆς ζωῆς της καί δέν ἐκράτησε ποτέ κάμφοραν κάτω ἀπό τά ἀνήσυχα ρουθουνάκια της. Ἔξαφνα, πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ἤκουσε νά γίνεται λόγος περί τῆς ὀλεθρίας ἐπιδράσεως τοῦ φόβου. Καί ἀπό τήν στιγμήν αὐτήν ἔπαθεν ἀπό… φοβοφοβίαν. […]
– Μά εἶνε δυνατόν, κυρία μου; τῆς ἔλεγα προχθές. Ἐσεῖς νά φοβῆσθε; Ἐσεῖς;
– Δέν φοβοῦμαι, φίλε μου, τήν ἀρρώστεια! μοῦ εἶπε ἐξαιρετικῶς ταραγμένη. Τό ξέρετε καλά πόσον ὀλίγον εἶμαι φοβιτσιάρα. Ἀλλά μοῦ συμβαίνει κἄτι τι ἐντελῶς κωμικοτραγικόν. Φοβοῦμαι μήπως φοβηθῶ. Γνωρίζω ὅτι, ἄν φοβηθῶ, θά τήν πάθω. Ἀλλά πῶς ἠμπορεῖ νά εἶνε κανείς βέβαιος ὅτι δέν θά φοβηθῇ, ὅτι δέν θά βρεθῇ εἰς μίαν στιγμήν λιποψυχίας; Μήπως εἶνε κανείς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του; […]
Ἡ κυρία ἔκαμνε τήν ψυχολογικήν της αὐτοανάλυσιν, μέ ὅλην τήν δυνατήν ἀκρίβειαν καί μέ ὅλην τήν δυνατήν εἰλικρίνειαν. Κατά βάθος, τήν στιγμήν αὐτήν ποῦ ὡμιλοῦσε, τό αἴσθημα πού τήν κατεῖχε δέν ἦτο ἄλλο τίποτε παρά καθαρός φόβος. Δέν ἦτο ὁ φόβος τῆς ἀσθενείας, ἦτο ὁ φόβος τοῦ φόβου, ἀλλ’ ἦτο πάντοτε φόβος, μία κατάστασις δηλαδή καταθλιπτική, ἐξασθενωτική, ὑποβιβάζουσα προφανῶς τήν φυσικήν της ἀντίστασιν ἐνώπιον μιᾶς ἐνδεχομένης ἐπιδρομῆς μικροβίων. Αἱ ἀναπνοαί της ἦσαν συχναί, εἶχε τό πρόσωπον ἀσυνήθως χλωμόν, καί οἱ σφυγμοί της, τούς ὁποίους ἐζήτησα τήν ἄδειαν νά ψηλαφήσω, ὑπερέβαιναν ἀσφαλῶς τούς 100, κατά πρόχειρον ὑπολογισμόν. Ἡ δυστυχισμένη αὐτή γυναίκα, πού δέν ἐφοβεῖτο ἀπ’ εὐθείας τήν ἐπιδημίαν, ἐφοβεῖτο τόν φόβον της. Καί τό θέαμα ἦτο πράγματι κωμικοτραγικόν. Τό νά συμβουλεύωμεν ἑπομένως τούς ὁμοίους μας νά μή φοβοῦνται δέν εἶνε μόνον μάταιον. Εἶνε καί ἐπικίνδυνον. Φαντασθῆτε ἕνα ἀξιωματικόν, ὁ ὁποῖος θά ἔλεγε πρός τούς στρατιώτας του, μίαν στιγμήν πρό τῆς μάχης:
– Παιδιά! Προσέξτε νά μήν τύχῃ καί φοβηθῆτε. Ἐκεῖνος ποῦ θά φοβηθῇ εἶνε σίγουρος πῶς θά τόν βρῇ τό βόλι. Οἱ γενναιότεροι, ὕστερα ἀπό παρόμοιον κήρυγμα, θά ἔτρεμαν ὡς λαγοί. Ἕνας ψυχολόγος ὅμως ἀρχηγός προσπαθεῖ ν’ ἀπομακρύνῃ ἀπό τούς στρατιώτας του κάθε ἰδέαν φόβου καί κινδύνου. Καί δίδει πρῶτος αὐτός τό παράδειγμα τῆς ἀφοβίας, ὁρμῶν πρός τόν κίνδυνον ὡς νά ὁρμᾷ πρός ἑορτήν. Ἀλλά μήπως ἕνας πόλεμος δέν εἶνε καί ὁ πόλεμος πρός τά μικρόβια; Ἡ νίκη καί ἐδῶ ἀνήκει εἰς τούς γενναίους. Ἀλλοίμονον δέ, ἐάν οἱ διευθύνοντες τήν ἄμυναν δέν γνωρίζουν νά ἐξορίσουν τόν φόβον ἀπό τάς ψυχάς τῶν ἀμυνομένων. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ λογικώτερος ἰατρός, μέσα εἰς μίαν ὁποιανδήποτε ἐπιδημίαν, εἶνε ἐκεῖνος ποῦ θά ἔλεγε πρός τά τεταραγμένα πλήθη:
– Κύριοι, ὁ φόβος σας εἶνε ἐντελῶς ἀδικαιολόγητος. Ἡ Ἐπιστήμη ἔχει ὅλα τά μέσα νά προσλάβῃ, κατά μέγα μέρος, τό κακόν, ἀρκεῖ ν’ ἀκολουθῆτε τάς συμβουλάς της. […]
Καί ὁ ἰατρός, ποῦ θά ὡμιλοῦσεν ἔτσι, δέν θά ἔψαλλε ματαίας παρηγορίας. Θά ἔλεγε τήν καθαράν ἀλήθειαν καί θά ἔσωζε τόν κόσμον καί ἀπό τήν ἐπιδημίαν καί ἀπό τόν φόβον τῆς ἐπιδημίας καί ἀπό τόν φόβον τοῦ φόβου της.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ