Τό φθινόπωρο, γενικῶς, τήν ἀλλαγή τῆς ἐποχῆς, τήν ἀντιλαμβάνεσαι μέ πολλούς τρόπους.
Κατ’ ἀρχάς, ἀπό τό κρεβάτι. Θεωρεῖς πλέον ἀνεπαρκές τό σεντονάκι καί καταφεύγεις στίς γνωστές ψευτοκουβέρτες, τίς ἐπιλεγόμενες καί πικέ. Κάτι σάν ψευτοενιάρι, στό μοντέρνο ποδόσφαιρο.
Μετά, ἀποζητᾶς τήν φόρμα τῆς γυμναστικῆς, πού δέν τήν ἀκούμπησες, φυσικά, ὅλο τό καλοκαίρι, παρά τό ὅτι εἶναι καλοκαιρινή καί 100% βαμβάκι.
Ὕστερα, παρατηρεῖς πώς ὅταν σηκώνεσαι τό πρωί νά χαιρετήσεις τό ἐγγόνι σου, πού πάει σχολεῖο, πρέπει νά ἀνάψεις τό φῶς, καθώς δέν ἔχει ἀκόμη ξημερώσει. Ἔπειτα, μπορεῖ νά ἔχεις ἀντιληφθεῖ καί τό πρῶτο συναχάκι!
Ὑπάρχουν καί κάποιοι φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἀντιλαμβάνονται τήν ἀλλαγή ἤ τήν ἐπερχόμενη ἀλλαγή ἀπό τίς …κλειδώσεις τους. Ὅταν ἀρχίζουν νά πονᾶν τά γόνατά τους, μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἔρχεται φθινόπωρο. Ἔχει κι ἄλλους τρόπους πού μᾶς γίνεται ἀντιληπτό τό φθινόπωρο. Εἶναι ἐκείνη ἡ δοκιμασία στό πρωινό ντούς, ὅπου, ξαφνικά, ἀνακαλύπτεις ὅτι πρέπει νά κάνεις τό νερό χλιαρό καί ὄχι νά ἀνοίγεις τήν βρύση στό κρύο, τό δροσιστικό.
Καί μετά ἀρχίζει ἡ σκέψη τῆς ἑπόμενης δοκιμασίας, πού εἶναι τό κατέβασμα τῶν χειμερινῶν ρούχων. Τώρα πλέον σκέπτεσαι καί τό ἀνέβασμα στήν σκάλα, πού μέχρι πρό τινος τό εἶχες παιχνιδάκι.
Τώρα, θέλεις ὁπωσδήποτε κάποιον μαζί σου καθ’ ὅτι ὁ διάβολος ἔχει πολλά ποδάρια καί μήν πάθουμε καμμιά ζημιά στά καλά καθούμενα…
Κι ὕστερα θά ἀρχίσει πάλι ἡ σκέψη. «Πολλά ροῦχα ἔχουμε, ρέ παιδί. Νά ἀρχίσουμε νά δίνουμε κάποια στήν ἐκκλησία.» Κι ἔτσι, ὅπως κάθε χρόνο, θά ξεχωρίσεις μερικά χειμωνιάτικα, στό κατέβασμα, ἀλλά καί καλοκαιρινά, στό ἀνέβασμα, πού θά πάρουν τόν δρόμο γιά τήν «Εὐαγγελίστρια», ὅπου ὁ παπα-Γιώργης Γεωργακόπουλος ἐπιτελεῖ θεάρεστο ἔργο. «Πάντα νά δίνεις τά ροῦχα σου στούς φτωχούς, ὅταν σοῦ περισσεύουν» ἔλεγε ἡ μάνα μας. Κι ἐγώ, πού φοροῦσα πάντα τά «ἀποφόρια» τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ ἀποροῦσα: «Καλά, ἐγώ φτωχός εἶμαι καί δέν μοῦ παίρνετε καινούργια»; Γιά θυμηθεῖτε πῶς ζούσαμε, τότε πού ἡ Ἑλλάδα προσπαθοῦσε νά βγάλει τό κεφάλι της ἀπό τόν ποταμό τῶν δοκιμασιῶν. Οἱ οἰκογένειες ἔκαναν πολλά παιδιά καί τά μικρότερα φοροῦσαν τά «ἀποφόρια» τῶν μεγάλων. Τίποτε δέν πετούσαμε, τίποτε δέν πήγαινε χαμένο!
Εἶναι καί τό «θέμα θάλασσα». Ἀρχίζεις πλέον νά σκέπτεσαι ὅτι πρέπει νά σταματήσεις τά μπάνια. Βέβαια, ὑπάρχουν καί οἱ παντός καιροῦ κολυμβητές. Ἀλλά κάποια στιγμή, τελειώνει κι αὐτή ἡ ἀποκοτιά, πού τήν ἔκανες γιά χρόνια…
Τό φθινόπωρο ἦταν πάντα ξεχωριστή ἐποχή. Τά κίτρινα φύλλα στόν δρόμο, τά πρωτοβρόχια, πού τόσο μᾶς ἔχουν λείψει, καθώς ἡ κλιματική ἀλλαγή μᾶς τά στερεῖ συστηματικά. Κι ὕστερα οἱ πρῶτες ἀργίες, γιά τήν 28η Ὀκτωβρίου, πού πλησιάζει.
Κάθε ἐποχή ἔχει τήν δική της χάρη. Μέ τά καλά καί τά λιγώτερο καλά της. Ἀλλά τό φθινόπωρο, πού ἔχει γίνει πλέον «ἀποκαλόκαιρο», ἔχει τήν δική του ὀμορφιά. Τό εἶπε κι ὁ ποιητής. «Τό καλοκαίρι ἔχει τίς χάρες του. Ποιός τίς ἀρνιέται; Ποιός λέει ὄχι; Μά, κάποιες χάρες ἔχει ξέχωρες, τοῦ Ἅη-Δημητριοῦ τό πρωτοβρόχι». Καί κάτι ἀκόμη: Ὅταν, Ὀκτώβριο μῆνα, κάνει ψύχρα, δέν «χαλάει» ὁ καιρός. Φτιάχνει! Μέ τό καλό…