Τό ξυπνητήρι χτύπησε στίς ἑπτά παρά τέταρτο. Ὅσο περνᾶνε τά χρόνια, τόσο ἀντιγράφω τίς συνήθειες τοῦ πατέρα μου. Κι ἐκεῖνος ξυπνοῦσε νωρίς τό πρωΐ τῶν ἐκλογῶν.
Ξυριζόταν, ντυνόταν, πήγαινε κατά τίς ἑπτάμισι στό ἐκλογικό κέντρο, ψήφιζε καί ἀμέσως ἔπαιρνε τόν δρόμο γιά τό κτῆμα, στήν Σαλαμῖνα. Ἔμενε ἐκεῖ μέχρι τό ἀπόγευμα καί ἐπέστρεφε ἀργά, γιά νά ἀκούσει τά ἀποτελέσματα.
Παλιότερα ἀπό τό ραδιόφωνο, ἀργότερα ἀπό τήν τηλεόραση. Δέν πρόλαβε τήν ἰδιωτική, γνώρισε μόνο τό ΕΙΡΤ…
Χθές, λοιπόν, στίς ἑπτάμισι ἤμουν ἕτοιμος, ξυρισμένος, μέ «τά καλά μου» καί ὀκτώ παρά τέταρτο πῆγα νά ψηφίσω.
Στό ἴδιο ἐκλογικό τμῆμα, σέ ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά σχολικά συγκροτήματα, πού μοιάζουν μέ σωφρονιστικά καταστήματα, καθώς περιβάλλονται ἀπό κιγκλιδώματα. Οὐδέποτε κατάλαβα αὐτή τήν ἐμμονή τῶν μηχανικῶν καί τῶν ἀρχιτεκτόνων πού κτίζουν σχολεῖα μέ «κάγκελα παντοῦ». Θυμᾶμαι, τό 1958, πού κτιζόταν τό σχολεῖο τῆς μητέρας μου, ὅτι ἀπέρριψε αὐθωρεί τήν ἰδέα τοῦ ἀρχιτέκτονα νά τυλίξει τό κτήριο μέ κιγκλίδωμα. «Κουμπάρε, σχολεῖο θά χτίσουμε, ὄχι ἀναμορφωτήριο» τοῦ εἶπε καί στό σχολεῖο δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα «κάγκελο»! Ἔχοντας ταξιδέψει σέ πολλά μέρη τοῦ κόσμου, ἔχω θαυμάσει τά σχολεῖα μέ τούς κήπους, πεντακάθαρα, ἀληθινές κυψέλες…
Ἀνέβηκα στόν δεύτερο ὄροφο. Τά τμήματα πλέον μεικτά. Πᾶνε ἐκεῖνα τά «Ἀνδρῶν–Θηλέων». Περίμενα περίπου δέκα λεπτά, μέ μία νεαρή γυναῖκα νά προηγεῖται. Καθυστερούσαμε, διότι ψήφιζε στό –μοναδικό– παραβάν μία συμπαθέστατη, ἀρκετά ἡλικιωμένη κυρία καί μᾶλλον δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει τό ποθητό ψηφοδέλτιο.
«Ἔλα, βρέ, κορίτσι μου νά μέ βοηθήσεις» εἶπε τελικά στήν δικαστική ἀντιπρόσωπο καί ἐκείνη μπῆκε μαζί της στό παραβάν καί ὁλοκληρώθηκε –ἐπί τέλους– ἡ ἱεροτελεστία…
Ἔκανα τό καθῆκον μου γοργά καί πῆρα τόν δρόμο γιά τό Πέραμα. Πλησιάζοντας στίς ἐγκαταστάσεις τοῦ Ἰκονίου, διαπίστωσα ὅτι ἕνα συνεργεῖο σκέπαζε μέ ἕνα σκοῦρο πράσινο ὕφασμα τό κιγκλίδωμα πού περιβάλλει τό λιμάνι.
Ἐμφανής ἡ πρόθεση νά ἐμποδιστεῖ ἡ θέα τοῦ λιμανιοῦ στούς «ἀπ’ ἔξω». Ὁπωσδήποτε, ἐκτός ὁμαλότητος ἐνέργεια.
Οἱ πολῖτες ἔχουν δικαίωμα –ὀπτικῆς τοὐλάχιστον– προσβάσεως στήν θάλασσα τῶν πόλεών τους. Δέν πιστεύουμε ὅτι οἱ κατέχοντες σήμερα τήν πλειοψηφία τῶν μετοχῶν τοῦ ΟΛΠ μποροῦν νά «σκοτεινιάσουν» τό τοπίο.
Καί καλό θά εἶναι οἱ ἁρμόδιες ἀρχές νά ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος. Τό λιμάνι, πού ἀνήκει στήν πόλη, ἔχει ἤδη περιφραχθεῖ μέ «κάγκελα» καί εἶναι ἀδύνατη ἡ πρόσβαση στά περισσότερα σημεῖα του. Ἴσως αὐτό νά εἶναι στό πλαίσιο τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ἀποστέρηση τοῦ δικαιώματος τῶν πολιτῶν νά «βλέπουν θάλασσα» εἶναι –τουλάχιστον– ὑπερβολή. Θά ἐπανέλθουμε.
Δέν ξέρω πῶς μοῦ γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία, ἀλλά σταμάτησα σέ ἕνα «φυτώριο» καί ἀγόρασα ἕνα ἀναρριχητικό «Λυκόσπερμα», μία λεμονιά καί μία μανταρινιά. «Ἀντί νά φυτεύουμε ψήφους, ἄς φυτέψουμε καί κάνα δέντρο» μοῦ εἶπε ὁ ἰδιοκτήτης. Κι ἔτσι, ὥς ἀργά τό μεσημέρι, φύτεψα τά προϊόντα πού ἀγόρασα, πότισα, ρύθμισα καί τό «αὐτόματο», ἔφτιαξα κι ἕναν καλό καφέ καί κατά τίς δύο, πῆρα τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς…
Στό αὐτοκίνητο, ἄκουσα τίς εἰδήσεις καί ἔμαθα γιά τό περιστατικό μέ τούς Ρομά καί τά χιλιάρικα στήν Καρδίτσα.
Σιγά μήν γίνονται ἐκλογές χωρίς παρατράγουδα!