ΚΑΚΩΣ κατηγορεῖται ὁ οἰκονομικός σύμβουλος τοῦ Πρωθυπουργοῦ γιά ρατσισμό ἀπό τήν ἀξιωματική Ἀντιπολίτευση ἐπειδή ἀναφερόμενος στό νέο κεφαλαιοποιητικό ἀσφαλιστικό σύστημα ὑποστήριξε ὅτι θά πρέπει ἐπιτέλους «νά σταματήσουμε νά παίρνουμε τά λεφτά τῶν νέων καί νά τά δίνουμε στούς ἡλικιωμένους».
Δέν εἶναι ἰδεολογικά ἐμπαθής ἡ προσέγγιση τοῦ κυρίου Ἀλέξη Πατέλη, εἶναι ἁπλῶς ἀνακριβής, ἐκτός κοινωνικῆς πραγματικότητος. Ἀγνοεῖ τόν τρόπο λειτουργίας τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς πυρηνικῆς οἰκογένειας. Ἡ σύνταξη καί τά ἀναδρομικά τοῦ παπποῦ καί τῆς γιαγιᾶς στήν τσέπη ποίου καταλήγουν ἄραγε; Μήπως στήν τσέπη τοῦ ἄνεργου ἐγγονοῦ καί τῆς ἄνεργης ἐγγονῆς; Πρίν ἄλλως τε φθάσει τό κράτος νά σκέφτεται πῶς θά ἐγγυηθεῖ τίς συντάξεις τῶν σημερινῶν νέων, ἔχει ἕνα ἄλλο χρέος, πού προηγεῖται τοῦ ἀσφαλιστικοῦ: Νά τούς βρεῖ δουλειά. Νά τούς στηρίξει. Νά τούς ἀπελευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τῆς φτώχειας. Διότι σήμερα κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας «σιωπηροί» ἀξιοπρεπέστατοι πένητες νέοι καί νέες πού κάθε βράδυ γυρίζουν γιά νά μείνουν σέ μεταμοντέρνες «τρῦπες» τῶν τριάντα καί τῶν σαράντα τετραγωνικῶν. Καί αὐτό πού περιμένουν νά τούς ἀπαντήσει ἡ Κυβέρνηση εἶναι «πῶς θά ζήσω τώρα;» –ὄχι πῶς θά ζήσω μετά πενῆντα χρόνια.
Ἀλλά ἐπειδή στήν Ἑλλάδα ἔχουμε μάθει νά μιλᾶμε μόνο μέ συνθήματα καί κλισέ, τό ρηχό πολιτικό σύστημά μας, ἀνέδειξε ὡς αἰχμή τῆς κριτικῆς του πρός τόν οἰκονομικό σύμβουλο τοῦ Πρωθυπουργοῦ (ὁ ὁποῖος ταράζει τά λιμνάζοντα ὕδατα μέ ὅσα ἐνδιαφέροντα κατά καιρούς λέει) τήν «ὕβριν» πρός τήν τρίτη ἡλικία. Γιά νά ἁλιεύσει προφανῶς συμπάθειες στό μισό ἐκλογικό σῶμα μιᾶς γερασμένης Ἑλλάδας. Ἤ τοῦ ἐπιτέθηκε γιά τό γεγονός ὅτι δηλώνει ἀνοικτά ὁμοφυλόφιλος (open gay στήν γλῶσσα τῶν νέων), λές καί ἄν δήλωνε «straight» θά ἦταν σωστή ἡ ἄποψή του. Ὁ ρατσισμός δέν πολεμάται μέ ρατσισμό! Προτείνω νά φύγουμε ἀπό τά συνθήματα. Τά παλαιά ἰδιώματα δέν λειτουργοῦν πλέον. Εἴμαστε σέ νέα ἐποχή. Ἀκόμη καί οἱ «ρετσέτες» μέ τίς ὁποῖες ντύνει ἡ ἀξιωματική Ἀντιπολίτευση τόν πολιτικό της λόγο ὅτι τό σύστημα αὐτό, τό κεφαλαιοποιητικό, εἶναι «νεοφιλελεύθερο» εἶναι ἐντελῶς ξεπερασμένες. Ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ΣΥΡΙΖΑ ὑπέγραψε τό τρίτο μνημόνιο τοῦ ὁποίου τό προοίμιο συνιστᾶ μία ὠδή στόν Μίλτον Φρίντμαν καί τόν Φρῆντριχ Χάγιεκ, καί ἀπό τήν ὥρα πού ψήφισε τόν νόμο τοῦ ἀγαπητοῦ Γιώργου Κατρούγκαλου, δέ νομίζω ὅτι δικαιοῦται νά προσάπτει στόν Μητσοτάκη, στόν Πατέλη καί σέ ὅποιον ἄλλο τήν κατηγορία τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ. Ἐδῶ νομίζω ὅτι ἡ πρόταση Πατέλη πού ἔχει καταστεῖ ἤδη νόμος τοῦ κράτους πού θά κληθεῖ νά ἐφαρμόσει ὁ νέος ὑφυπουργός Ἀσφάλισης (ἄνευ τοῦ «κοινωνικῆς») Πάνος Τσακλόγλου μπορεῖ νά ἀξιολογηθεῖ ὑπό τόν τύπο ἑνός καί μόνου ρεαλιστικοῦ ἐρωτήματος: Δουλεύει ἤ δέν δουλεύει στήν πράξη; Καί ἀκόμη: ἡ ἔξοδος χιλιάδων νέων ἀπό τό κοινωνικό ἀναδιανεμητικό σύστημα θά δημιουργήσει χρηματοδοτική τρῦπα τεραστίων διαστάσεων στόν ΕΦΚΑ ἤ ὄχι;
Θεωρῶ –μελετώντας τό σύστημα τοῦ Πανευρωπαϊκοῦ Ἀτομικοῦ Συνταξιοδοτικοῦ Προϊόντος ( PEPP) πού εἰσηγεῖται ὁ κύριος Πατέλης– πώς τό κυρίαρχο ζήτημα εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἐμπιστοσύνης. Μέ τό παλαιό ἀναδιανεμητικό σύστημα ὁ ἀσφαλισμένος γνώριζε ἕναν καί μοναδικό διαχειριστή τῶν εἰσφορῶν του διά βίου: τό κράτος καί τούς ἐκπροσώπους του. Τό κράτος καί τούς ἐκλεγμένους Ὑπουργούς του. Τό σύστημα εἶχε δικλίδες ἀσφαλείας. Κανείς δέν μποροῦσε νά τζογάρει τίς εἰσφορές του στίς κεφαλαιογορές, χωρίς νά ὑποστεῖ τήν βάσανο τοῦ δημοκρατικοῦ ἐλέγχου, ὅπως ἀπεδείχθη στήν ὑπόθεση τῶν δομημένων ὁμολόγων (ἔστω καί ἄν οἱ ἀποδόσεις τους μακροπρόθεσμα ἀπεδείχθησαν θετικές.) Κανείς δέν μποροῦσε νά τοῦ «κόψει» τήν σύνταξη χωρίς νά ὑποστεῖ τήν βάσανο τοῦ ἐλέγχου ἀντισυνταγματικότητος. Τό Συμβούλιο Ἐπικρατείας ἦταν πάντα ἐκεῖ στό πλευρό τῶν ἀσφαλισμένων γιά τήν περίπτωση πού παραβιάζεται τό Σύνταγμα. Τό ἔδειξε μέ τήν τελευταία ἀπόφασή του γιά τά ἀναδρομικά. Μέ τό ἀναδιανεμητικό σύστημα ὁ νέος ἐργαζόμενος δάνειζε τίς εἰσφορές του στό κράτος γιά νά πληρώνει τίς συντάξεις στό ὄνομα τῆς συνταγματικῶς κατοχυρωμένης συμφωνίας, ὅτι καί ὅταν ἔρθει ἡ δική του σειρά νά συνταξιοδοτηθεῖ, θά ἐγγυηθοῦν τήν σύνταξή του οἱ ἐργαζόμενοι πού ἔρχονται πίσω του. Μέ τό κεφαλαιοποιητικό σύστημα ὁ ἀσφαλισμένος ἀλλάζει διαχειριστή εἰσφορῶν καί ἀναθέτει στίς τράπεζες καί τίς ἀσφαλιστικές ἑταιρεῖες τίς οἰκονομίες του. Σύμφωνα μάλιστα μέ τό Πανευρωπαϊκό Συνταξιοδοτικό Προϊόν πού ἐγκρίθηκε κατ’ ἀρχάς ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο στίς 4 Ἀπριλίου 2019 μέ νομοθετικό ψήφισμα, οἱ νέοι ἀσφαλισμένοι θά μποροῦν νά δημιουργοῦν τόν ἀτομικό τους κουμπαρᾶ ἐμπιστευόμενοι τίς εἰσφορές τους σέ τράπεζες ἤ ἀσφαλιστικές ἑταιρεῖες ἤ ἄλλα χρηματοδοτικά σχήματα καί θά δύνανται ἄν τό ἐπιθυμοῦν νά ἀλλάζουν πάροχο κάθε πενταετία. Σέ ἀντίθεση μέ τό ἀναδιανεμητικό σύστημα, στό κεφαλαιοποιητικό ὁ ἀσφαλισμένος δανείζει τίς εἰσφορές του σέ περισσότερους ἀπό ἕναν διαχειριστές ἕως τό πέρας τοῦ ἐργασιακοῦ του βίου μέ διαδοχικά πενταετῆ συμβόλαια.
Ἡ θεμελιώδης διαφορά λοιπόν μεταξύ ἀναδιανεμητικοῦ καί κεφαλαιοποιητικοῦ εἶναι ὅτι στό πρῶτο δανείζεις τίς εἰσφορές σου στό κράτος, στό δεύτερο δανείζεις τίς εἰσφορές σου σέ τράπεζες καί ἀσφαλιστικά ταμεῖα. Καί βεβαίως ἡ ἑπόμενη διαφορά εἶναι ὅτι ἄν τό κράτος μοχλεύσει τίς εἰσφορές σου, ξέρεις σέ ποιόν νά ἀπευθυνθεῖς, πῶς νά τόν ἐλέγξεις καί πῶς νά τόν σταματήσεις. Καί ἄν δέν σέ ἀκούσει ἔχεις καί τό ὅπλο νά τόν τιμωρήσεις. Στίς Δημοκρατίες οἱ πολῖτες ψηφίζουν ἐνῶ ἔχουν καί τό Σύνταγμα «σύμμαχο» γιά νά προσφεύγουν στά Διοικητικά Δικαστήρια. Ἀντιθέτως, ἄν ἡ τράπεζα ἤ ἡ ἀσφαλιστική, ἑλληνική ἤ ξένη, μοχλεύσει τήν εἰσφορά σου, σέ κάποια διεθνῆ ἀγορά, αὐτό εἶναι πιθανόν καί νά μήν τό μάθεις ποτέ. Καί ἄν τυχόν σέ ἐξαπατήσει ὅπως κάποτε ἡ ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, τό μόνο μέσο πού ἔχεις στήν διάθεσή σου γιά νά διεκδικήσεις τό δίκαιό σου εἶναι ὁ ἐγκλεισμός τῶν ὑπευθύνων στήν φυλακή. Ἡ ἀποζημίωση ἀπό πτωχευμένη ἑταιρεία δέν εἶναι βεβαία. Στήν πραγματικότητα λοιπόν ἐδῶ δέν μιλᾶμε γιά ἀτομικό κουμπαρᾶ (αὐτοί ἦταν ἀνέκαθεν ἑρμητικῶς κλειστοί, ἔπρεπε νά τούς σπάσεις γιά νά ἀποσπάσεις τίς ἀποταμιεύσεις, θυμᾶμαι ἀπό τό σχολεῖο), ἀλλά γιά ἰδιωτικές τοποθετήσεις μέ ρίσκο. Τό ζήτημα πού ἀνοίγει λοιπόν ἡ συνέντευξη Πατέλη καί καλῶς τό ἀνοίγει εἶναι: Σέ ποιόν νά ἐμπιστευτῶ τίς εἰσφορές μου; Στό κράτος πού μοῦ περιέκοψε 13 φορές τίς συντάξεις ἀλλά τό ξέρω καί τό ἐλέγχω ἤ στήν τράπεζα καί τήν ἀσφαλιστική πού δέν τίς περιέκοψε ἀλλά δέν τήν ξέρω καί δέν μπορῶ νά τήν ἐλέγξω ; Μιά κυβέρνηση μπορῶ νά τήν τιμωρήσω, μία Γενική Συνέλευση Μετόχων ὅμως; Ἄν καί ἕνα πρῶτο συμπέρασμά μου εἶναι ὅτι τό κεφαλαιοποιητικό σύστημα εἶναι ἕνας εὔσχημος τρόπος ἐνίσχυσης τῆς κεφαλαιακῆς ἐπάρκειας τῶν τραπεζῶν μέ τήν θεσμοθέτηση ἑνός παράλληλου συστήματος καταθέσεων –τίς εἰσφοροκαταθέσεις– ἐν τούτοις ἡ προσέγγιση πού ὀφείλουμε νά κάνουμε εἶναι μέ ὅρους πραγματικούς καί ὄχι μέ ὅρους ἰδεολογικούς:
«Μέ συμφέρει ἤ δέν μέ συμφέρει; Νά τούς ἐμπιστευτῶ τόν ἱδρῶτα μου ἤ ὄχι.» Τά λοιπά εἶναι γιά τά μουσεῖα τῆς ἰδεολογίας. Ἀποπροσανατολίζουν καί διευκολύνουν τήν συσκότιση. Τό μοναδικό μέγα ἰδεολογικό ζήτημα πού ἀνοίγει ἡ θέσπιση τῆς ἰδιωτικῆς ἀσφάλισης συνδυαζόμενο ὅμως μέ τίς ἐκχωρήσεις καί ἄλλων ἁρμοδιοτήτων τοῦ σκληροῦ πυρῆνα τῆς ἐξουσίας, εἶναι αὐτό: ἄν τό κράτος δέν ἐγγυᾶται τίς συντάξεις, δέν εἰσπράττει αὔριο τούς φόρους (ΕΝΦΙΑ), δέν ρυθμίζει τούς κανόνες γιά τό ποιός εἰσάγεται στό πανεπιστήμιο ἀλλά τό ἀναθέτει στούς Πρυτάνεις κ.λπ., τότε …«γιατί ὑπάρχει τό κράτος;». Γι’ αὐτά ὅμως σέ ἑπόμενο σημείωμα πού θά φέρει τόν τίτλο ἑνός βιβλίου τοῦ φιλελεύθερου διανοητῆ Γκύ Σορμάν: Τό ἐλάχιστο κράτος.