Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 3 Φεβρουαρίου 1925
Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν πονόδοντον, φέρων γενναίως καί ἀξιοπρεπῶς τόν πόνον τοy, ἦλθε κ’ ἐκάθησε μεταξύ γνωστῶν του, εἰς ἕνα τραπεζάκι τοῦ ζαχαροπλαστείου. Ἐξαντλημένος ἀπό τήν τριπλήν ἐκνευριστικήν ἐπίδρασιν τοῦ ψύχους, τοῦ πόνου καί τῆς ἀσπιρίνης, ἔπεσεν ὡς νεκρός ἐπάνω εἰς ἕν κάθισμα. Νεκρός, πλέον ἀξιολύπητος ἀπό κάθε νεκρόν, νεκρός ἐξακολουθῶν νά πονῇ καί μετά τόν θάνατόν του, ἐζητοῦσε τήν γαλήνην τοῦ τάφου του καί δέν τήν εὕρισκε.
-Τί νέα μᾶς φέρνετε; Τόν ἐρώτησε κἄποιος ἀπό τήν παρέαν, ἡ ὁποία εἶχεν ἐξαντλήσει τήν ἡμερησίαν της διάταξιν καί ἀνέμενεν ἐναγωνίως νέον θέμα πρός συζήτησιν.
-Τρομερά νέα! Ἀπήντησεν ὁ ὁδονταλγῶν ἄνθρωπος.
Ἡ ὄψις του, τό ὕφος του, ἡ ταραχή του, ἡ πνευματική του παράστασις ἐν γένει, ἐπεβαίωναν, ὅτι κἄτι τρομερόν πράγματι συνέβαινε. Καί ἕνας ἄνθρωπος φέρων νέα, καί μάλιστα τρομερά νέα, ἀπετέλεσε δῶρον ἐξ οὐρανοῦ διά τήν παρέαν, κατά τάς ἀνησύχους αὐτάς στιγμάς. Ὅλα τά καθίσματα ἐσύρθησαν ἑπομένως, τριγύρω του καί ὅλαι αἱ ψυχαί ἐκρεμάσθησαν ἀπό τά χείλη του.
-Τί συμβαίνει λοιπόν; Μίλα, ἐπί τέλους, ἀδελφέ!
-Συμβαίνει, ὅτι μ’ ἔσπασεν ὁ πονόδοντος. Αὐτό συμβαίνει!
-Αὐτό λοιπόν εἶνε τό τρομερόν νέον;
-Θέλετε καί τρομερώτερον;
Μόνον πού δέν τόν ἐλυντσάρισαν! Τήν στιγμήν, πού ἀγωνιᾶ ὁ κόσμος, ἕνας πονόδοντος ἠμπορεῖ ν’ ἀποτελῇ κοσμοϊστορικόν γεγονός δι’ ἐκεῖνον ποῦ τόν ἔχει, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ, βέβαια, νά ἀποτελέσῃ καί θέμα συζητήσεως.
Ἡ παρέα ὅμως ἐδιψοῦσε γιά συζήτησιν. Καί, ἐλλείψει νεωτέρων εἰδήσεων ἐπί τοῦ φλέγοντος ζητήματος τῆς ἡμέρας, ἀνέγραψεν ἀμέσως εἰς τήν ἡμερησίαν διάταξιν τό ζήτημα τοῦ πονόδοντου. Ἄρχισαν νά ὁμιλοῦν περί ὁδοντοιατρῶν, περί προχείρων φαρμάκων, περί συγκριτικῆς ἀξίας τῶν διαφόρων πόνων, πού μαστίζουν τόν ἄνθρωπον καί, ὅπως ἦτο ἑπόμενον, ἀνεφέρθη καί τό στερεότυπον παράδειγμα τοῦ παπποῦ, ὁ ὁποῖος εἰς ἡλικίαν ἑβδομήντα ἐτῶν ἔχει ὅλα του τά δόντια, ἐκτός τριῶν. Καί αὐτά πάλιν τά εἶχε χάσει ὁ παπποῦς εἰς τήν νεότητά του, στοιχηματίσας νά καταβροχθίσῃ μίαν ὀκᾶν βερύκοκκα καί νά σπάσῃ μέ τά δόντια του ὅλα τά κουκούτσια. Διαφορετικά δέν θά τοῦ ἔλειπαν οὔτε αὐτά! Τό συμπέρασμα ὑπῆρξεν, ὅτι ἄλλοι ἄνθρωποι ἦσαν ἐκεῖνοι καί ἄλλοι ἐμεῖς. Βαθμηδόν ἡ συζήτησις ἔφθασεν εἰς τά ὅρια τῆς Μεταφυσικῆς.
-Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, κύριοι; Διατί ὁ πονόδοντος παραβάλλεται μέ τόν ἔρωτα;
-Ἴσως διότι κάτι σάπιο ὑπάρχει καί εἰς τόν ἔρωτα, ὅπως καί εἰς τό δόντι. Καί, ἴσως, διότι ἡ τανάλια εἶνε τό ριζικόν φάρμακον καί διά τήν μίαν περίστασιν καί διά τήν ἄλλην. Ἕνα στιγμιαῖον τίναγμα, ἕνας δυνατός, ἀλλά στιγμιαῖος πόνος, μία φρίκη ὀλίγων δευτερολέπτων, καί κατόπιν ὅλα λησμονοῦνται. Γιά λίγον καιρό δέν μπορεῖ νά μασσήσῃ κανείς ἀπό τό μέρος αὐτό. Ἔπειτα τό οὖλον σκληρύνεται, μασσᾷ κανείς μέ αὐτό, ὅπως καί μέ τό δόντι του, συνηθίζει καί μέ τόν καιρόν, δέν αἰσθάνεται οὔτε κενόν, πού ἄφησε τό δόντι εἰς τήν ὀδοντοστοιχίαν του καί ἔρως εἰς τήν καρδίαν του. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ κυρίου αὐτοῦ ἐφάνη ἱκανοποιητική εἰς τό Κοινόν. Καί ὁ κύριος τήν συνεπλήρωσεν:
-Αἱ ἀναλογίαι, ἐννοεῖται, ἐκτείνονται καί εἰς πολλάς ἄλλας λεπτομερείας. Παρατηρῆστε, παρακαλῶ, τόν δυστυχισμένον αὐτόν ἄνθρωπον. Οὔτε ὁμιλεῖ, οὔτε ἀκούει. Δέν ἠμπορεῖ νά ἀποσπάσῃ τήν σκέψιν του ἀπό τό δόντι του. Ὅλος ὁ κόσμος γι’ αὐτόν, τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, εἶνε συγκεντρωμένος τήν στιγμήν αὐτήν μέσα στήν κουφάλα τοῦ τραπεζίτου του. Τό ἴδιον ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ ἕνα ἐρωτευμένον… Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν πονόδοντον, μόνον αὐτός, δέν ἔλαβε μέρος εἰς τήν συζήτησιν. Ἐκρατοῦσε τό μάγουλό του μέ τά χέρια του, ἀνετινάσσετο ἀπό διαλείποντας σπασμούς ἐπάνω εἰς τό κάθισμά του καί ἔβλεπε μέ ὑπερτάτην ἀπογοήτευσιν τόν πόνον του νά τρέφῃ τήν φλυαρίαν πέντε ἀνθρώπων ἐπί μίαν ὁλόκληρον ὥραν. Καί ἐσκέπτετο, ὅτι ὅλη ἡ φιλοσοφία τοῦ κόσμου δέν ἀξίζει κάποτε, ὅσον ἀξίζει ἡ τανάλια ἑνός ὁδοντοϊατροῦ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ