Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 19 Σεπτεμβρίου 1924
Ἕνας καταλασπωμένος Ἀθηναῖος ἔκαμνε χθές, δημόσια, τό κατηγορητήριον τῆς λάσπης.
– Ὅλα ὑποφέρονται! ἐφώναζεν. Ἡ λάσπη εἶνε ἀνυπόφορον πρᾶγμα. Κυττάξτε, σᾶς παρακαλῶ, τά παπούτσια μου, τά πανταλόνια μου, τό σύνολόν μου!
Μέ τήν βοήθειαν τῶν τροχῶν ἑνός περαστικοῦ αὐτοκινήτου, ἡ ἀπαισία αὐτή λάσπη κατώρθωσε νά φθάσῃ μέχρι τοῦ κολλάρου μου. Λοιπόν, εἶνε κατάστασις αὐτή; Χίλιες φορές καλλίτερη πάλι ἡ σκόνη. Τινάζεται, βουρτσίζεται καί ξεμπερδεύεις.
Κάποιος ἀπό τούς ἀκροατάς του ἀνέλαβε τότε τήν ὑπεράσπισιν τῆς λάσπης ἐναντίον τῆς σκόνης.
– Δέν ἔχετε δίκηο, κύριε! Ἡ λάσπη εἶνε προτιμοτέρα. Μή κυττάτε ἐσεῖς, ποῦ βουτηχτήκατε ὥς τό λαιμό! Αὐτό εἶνε ἐξαιρετική τύχη. Ἡ λάσπη συνήθως περιορίζεται στά πόδια μας. Ἡ σκόνη ὅμως; Ἡ σκόνη εἰσχωρεῖ παντοῦ. Στά ροῦχα μας, στά αὐτιά μας, στά μάτια μας, στά ρουθούνια μας καί –τό φρικτότερον– στά πλεμόνια μας ἀκόμη μέ ὅλα τά μικρόβιά της. Δέν μπορεῖ νά γίνῃ καμμία σύγκρισις μεταξύ λάσπης καί σκόνης. Ἡ σκόνη εἶνε ἡ μεγάλη πληγή! Ἡ συζήτησις ἐξηκολούθησεν.
– Μέ συγχωρεῖτε, κύριε! Ἡ λάσπη ἐπηρεάζει τό ἠθικόν τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νά εἶνε χοῖρος κανείς διά νά τήν ἀνέχεται καί νά τήν ἐπιζητῇ. Ἐγώ, τοὐλάχιστον, μέ λασπωμένα πόδια, αἰσθάνομαι τόν ἑαυτόν μου ταπεινωμένον, ἐξευτελισμένον. Χάνω τήν ὑπερηφάνειαν μου καί τό αἴσθημα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.
Δέν χάνεται ὅμως τήν ὑγείαν σας, κύριε. Δέν ἀναπνέετε τά ἀπεξραμένα πτύελα τῶν φθισικῶν καί τήν κονιοποιημένην κόπρον τῶν ζώων. Δέν κινδυνεύετε μά γίνετε φθισικός ἤ νά πάθετε ἀπό ἐχινοκόκκους.
-Αὐτοί εἶνε φανταστικοί κίνδυνοι, κύριε! Οἱ κίνδυνοι ὅμως τῆς λάσπης εἶνε βέβαιοι. Δέν λογαριάζετε, λοιπόν, τήν ὑγρασίαν στά πόδια; Ἀλλά ἐγώ, φίλε μου, ὀφείλω τούς ρευματισμούς μου ἀποκλειστικῶς στήν ὡραία σας αὐτή λάσπη.
-Γιατί δέν πᾶτε στό σπίτι σας ν’ ἀλλάξετε παπούτσια καί κάλτσες; Εἶνε τό ἁπλούστερον τῶν πραγμάτων.
-Ἀλλά, κύριέ μου, ἐγώ ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι μου αὐτή τή στιγμή, ποῦ ἀπέχει μία ὥρα ἀποδῶ, καί πηγαίνω στό γραφεῖο μου, ὅπου πρόκειται νά μείνω τέσσερες ὧρες τοὐλάχιστον μ’ αὐτή τήν τρομερή ὑγρασία στά πόδια μου. Πῶς θέλετε νά γίνῃ λοιπόν; Καί αὐτή ἡ ἱστορία θά κρατήσῃ ὅλον τόν χειμῶνα, ὅπως ἐκράτησε καί τόν περσυνόν καί τόν προπέρσυνον, ἕως ὅτου οἱ ρευματισμοί μου νά μέ φέρουν στόν τάφον. Πάλι, δηλαδή στή λάσπη!
-Τέλος πάντων κύριε, ἐπιτρέψατέ μου νά μή συμφωνήσω μαζῆ σας. Ἡ ἰδέα σας καί ἡ ἰδέα μου. Ἐγώ εἶμαι ὑπέρ τῆς λάσπης.
-Καί ἐγώ εἶμαι ὑπέρ τῆς σκόνης.
-Ἐπιμένετε εἰς μίαν πλάνην.
-Κ’ ἐσεῖς εἰς μίαν ἄλλην.
-Δέν θά συμφωνήσωμεν ποτέ.
-Οὐδέποτε!
Οἱ δύο συζητηταί κατέφυγαν εἰς τήν διαιτησίαν ἑνός τρίτου.
-Ἐσεῖς, κύριε, τί φρονεῖτε! Εἶσθε ὑπέρ τῆς λάσπης ἤ ὑπέρ τῆς σκόνης;
-Ἐγώ, φίλοι μου –τούς εἶπεν ὁ τρίτος– ἔχω τήν ἀντίληψιν τῆς καμήλας, ἡ ὁποία ἀπό τόν ἀνήφορον καί τόν κατήφορον ἐπροτιμοῦσε τόν ἴσιον δρόμον. Εἶμαι, δηλαδή, καί κατά τῆς λάσπης καί κατά τῆς σκόνης ἐξ ἴσου. Προτιμῶ, δηλαδή, τόν καθαρόν δρόμον, χειμῶνα-καλοκαίρι.
Εἶνε περιττόν νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ λογικός ἄνθρωπος, ποῦ εἶχε τήν ὀρθήν ἀντίληψιν τῆς καμήλας, δέν ἦτο Ἀθηναῖος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ