Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Μαρτίου 1925
Εἰς τό ἑστιατόριον, τό γκαρσόνι ἔκαμε πρός τήν φιλικήν του πελατείαν τήν παρουσίασιν τοῦ ἀγνώστου ἑκατομμυριούχου:
-Τόν βλέπετε αὐτόν, πού τρώει στό ἀντικρινό τραπέζι; Ἔχει ἑκατόν πενῆντα ἑκατομμύρια, τό θηρίο. Τί λέω; Μόνο ἑκατόν πενῆντα; Ἑκατόν ὀγδόντα λέγε. Καί βάλε! Μπορεῖ νά ’χη καί διακόσια…
Καί τό ἄπληστον γκαρσόνι ἐπρόσθετε τά ἑκατομμύρια εἰς τά ἑκατομμύρια τοῦ ἑκατομμυριούχου, τά ὁποῖα, ὅσα καί ἄν ἦσαν, ἦσαν ὁπωσδήποτε ἑκατομμύρια καί ἦσαν ἀμέτρητα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ ἄγνωστος ἑκατομμυριοῦχος, ἀφοῦ ἔφαγεν ὅσα μπορεῖ νά χωρέση τό στομάχι καί ἑνός ἑκατομμυριούχου ἀκόμη -παρηγοριά καί αὐτή διά τούς μή ἑκατομμυριούχους-, ἐσηκώθη ἀπό τό τραπέζι του καί ἐπροχώρησε πρός τήν θύραν. Ἐκεῖ ἐσταμάτησεν ἔξαφνα, ἔσκυψε καί ἐσήκωσε κάτι ἀπό τό πάτωμα.
-Ἐπήρατε εἴδησι, κύριοι, τί ἐσήκωσε ἀποκάτω ὁ ἑκατομμυριοῦχος; εἶπε προστρέχον, μέ τήν μεγάλην του εἴδησιν, τό γκαρσόνι. Ἐσήκωσε μιά δεκάρα, ἕνα δεκάρικο νίκελ!
-Τοῦ εἶχε πέσει;
-Ἤ τοῦ εἶχε πέσει ἤ τό βρῆκε, τό ζήτημα εἶναι, ὅτι ἔσκυψε καί τό σήκωσε. Πῶς είπατε παρακαλῶ;
Οἱ ἀκηκοότες δέν εἶχαν εἰπῆ τίποτε ἀκόμη, μαρμαρωμένοι ἀπό κατάπληξιν, ἔσπευσαν ὅμως, μόλις συνῆλθαν, νά εἰποῦν, ὅ,τι ἐπέβαλεν ἡ περίστασις.
-Ἔπρεπε νά τοῦ ’ρθη κανένας ταμπλᾶς, καθώς ἔσκυψε φαγωμένος, γέρος ἄνθρωπος, γιά νά χάση καί δεκάρες καί ἑκατομμύρια!
-Μωρέ, δέν βρισκότανε κανείς νά τοῦ πετάξη στά πόδια του καμμιά φούχτα δεκάρες νά κάναμε χάζι;
-Τί νά τοῦ κάνη, στό Θεό σας, ἡ δεκάρα στά ἑκατομμύριά του; Σταγών ἐν τῷ ὠκεανῷ!
-Τό ταμάχι, βλέπετε, κύριοι. Δέν μποροῦσε νά τήν ἀφήση τήν παλιοδεκάρα νά τήν πάρουνε τά γκαρσόνια;
Τό γκαρσόνι διεμαρτυρήθη.
-Μέ συγχωρεῖτε, κύριε! Κανένα γκαρσόνι δέν θά καταδεχότανε νά σκύψη γιά νά σηκώση μιά δεκάρα.
-Κανένας ζητιᾶνος, τέλος πάντων.
-Οὔτε ζητιᾶνος.
Τό συμπέρασμα ὑπῆρξεν, ὅτι δέν θά εὑρίσκετο κανένας νά σηκώση τό ἀστεῖον εὕρημα ἀπό τό πάτωμα. Κάποιος κύριος ὅμως, ὁ ὁποῖος ἐγευμάτιζεν εἰς τό γειτονικόν τραπέζι μέ τό τέκνον του, ἕνα ἀγοράκι δέκα μόλις ἐτῶν, ἐπωφελήθη τῆς περιστάσεως νά δώση ἕνα μάθημα οἰκονομικῆς παιδαγωγικῆς εἰς τό σπλάχνον του.
-Εἶδες, παιδάκι μου, τί συνέβη; τοῦ είπεν. Ἕνας ἑκατομμυριοῦχος, μέ ἑκατόν πενῆντα, ἑκατόν ὀγδόντα, διακόσια -καί βάλε!- ἑκατομμύρια ἔσκυψε καί σήκωσε ἀπό τό πάτωμα μιά δεκάρα. Γι’ αὐτό εἶναι ἑκατομμυριοῦχος καί γιά τοῦτο αὐτοί οἱ νέοι, πού τόν κοροϊδεύουν, θά ψοφήσουν στήν ψάθα. «Φασούλι τό φασούλι», -βλέπεις, παιδί μου, ὅπως λέει καί ἡ παροιμία- «γεμίζει τό σακκούλι».
Τό μάθημα τοῦ φιλοστόργου πατρός ἀνῆκεν ἀπολύτως εἰς τήν σχολήν τῶν παλαιῶν διδακτικῶν βιβλίων, τά ὁποία δέν ὑπελόγιζαν τήν ἔμφυτον παιδικήν κοινονοημοσύνην, πού δέν καταπίνει, ὡς γνωστόν, παρόμοια χάπια. Ὁ μικρός, ἐν τῷ μεταξύ, πού εἶχε λάβει τό πολύτιμον πατρικόν μάθημα, ἀφοῦ ἔκαμε νοερῶς μιάν σύγκρισιν μεταξύ φασολιῶν, σακκουλιῶν καί ἑκατομμυρίων καί ἀφοῦ παρέβαλε τήν πατρικήν ἰδεολογίαν μέ τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τοῦ γεννήτορος, ὑπέβαλε πρός αὐτόν τό συμπέρασμα, ὑπό τύπον τρομερᾶς ἐρωτήσεως.
-Ἐσύ, μπαμπᾶ, ὅταν εὕρισκες καμμία δεκάρα στό δρόμο, τή σήκωνες;
Ὁ καλός πατέρας ἀπεκρίθη, ὅπως ἀποκρίνονται συνήθως, εἰς τάς δυσκόλους αὐτάς περιστάσεις, οἱ καλοί πατέρες.
-Νά μή λές ἀνοησίες, παιδί μου! Φάε τώρα τό φροῦτο σου καί ἡσύχασε…
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ