ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ μοῦ τήν γνώρισε ὁ πατέρας μου. Ἐκεῖνος ἐπέμενε νά ἐγκαταλείπουμε τό νησί τούς Αὔγουστους καί νά γνωρίζουμε τήν ἄλλη Ἑλλάδα.
Τήν Μακεδονία πρῶτα, τήν Ἤπειρο μετά, τήν Πελοπόννησο ἔπειτα, τήν Κρήτη στό τέλος. Ἀπό τήν Ἤπειρο τῶν παιδικῶν μου χρόνων ἀναπολῶ τόν ἐπιβλητικό γέροντα μέ τήν κάππα, τόν παπποῦ Μῆτσο μέσα στήν πλατεῖα τοῦ –παρθένου τότε ἀπό πολυκοσμία– Μετσόβου· τό Μουσεῖο τοῦ Βρέλλη, τό Νησί στή Λίμνη καί τό κάστρο στά Ἰωάννινα. Τά στρατιωτικά φυλάκια στήν Κόνιτσα. Τήν «μπακαλοταβέρνα» στά Πράμαντα. Τήν ἀπεραντοσύνη τῆς Πίνδου. Καί βεβαίως τά γεφύρια. Τά ἄπειρα γεφύρια.
Ὑπάρχει, ἄραγε, σήμερα αὐτή ἡ γνήσια, ἀνόθευτη, ἀγέρωχη Ἤπειρος; Ἡ Ἤπειρος τῆς εὐεργεσίας, τῆς προκοπῆς, τῶν προσώπων μέ τό καθαρό βλέμμα καί τά ὡραῖα μάτια; Ἔκανα μόλις τέσσερεις ὧρες δρόμο τό περασμένο Σαββατοκύριακο μέσω τῆς νέας Ἰονίας Ὁδοῦ, γιά νά τήν ἀναζητήσω καί νά τήν ἀνακαλύψω ἐκ νέου. Καί ἡ ἀπάντηση εἶναι «Ναί, ἀσφαλῶς καί ὑπάρχει». Εὐτυχῶς πού ὑπάρχει. Καί δέν παύει νά μέ γοητεύει. Καί γιά τόν τρόπο πού ἀντιστέκεται στόν χρόνο ἀλλά καί γιά τόν τρόπο πού προσαρμόζεται στόν χρόνο. Κοιτάξτε προσεκτικά τίς φωτογραφίες στό κύριο θέμα τῆς «Ἑστίας» μας. Εἶναι ἀπό τόν Λύγγο Γραμμενοχωρίων, ἕνα μικρό χωριό πού ἀνήκει στόν Δῆμο Ζίτσας καί βρίσκεται 28 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά τῶν Ἰωαννίνων σέ ὑψόμετρο 760 μέτρων. Κατοικοῦν σέ αὐτό μόλις 33 κάτοικοι. Λίγοι ἀλλά ἀρκετοί γιά νά κρατοῦν ψηλά τήν σημαία τῆς παράδοσης, ὥστε νά θυμόμαστε ἀπό ποιούς «παραλάβαμε» τήν σκυτάλη. Λίγοι ἀλλά ἀρκετοί, ἐπίσης, γιά νά χαράσσουν τίς γραμμές τῆς νεωτερικότητας, νά μεταμορφώνουν τό παλαιό σέ καινούργιο, γιά νά πηγαίνει ὁ τόπος τους μπροστά. Στόν Λύγγο γνώρισα τήν συνταξιοῦχο δασκάλα Μιράντα Παπαϊωάννου. Δασκάλα ἐκείνη, δάσκαλος καί ὁ σύζυγος, μέ τέσσερα παιδιά, τρεῖς υἱούς καί μία κόρη, ἀποφάσισε νά γυρίσει στό χωριό, μετά τήν ἀφυπηρέτησή της ἀπό τήν ἐκπαίδευση, καί νά ἐπικεντρωθεῖ στό νά φυλάξει τόν πλοῦτο τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Καί τό ὡραιότερο, παρέσυρε καί τά παιδιά της νά ἀσχοληθοῦν μέ τό χωριό. Τόν Νικόλα, ὁ ὁποῖος τό 2007, ὅταν τό χρῆμα «χόρευε» στήν Ἀθήνα καί οἱ σειρῆνες τοῦ life style ἠχοῦσαν δαιμονιωδῶς στά αὐτιά του, ἐκεῖνος ἔκανε πώς δέν ἄκουσε, πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καί ἀνέβηκε στήν μέση τοῦ «πουθενά» γιά νά ἀνοίξει ἕνα παραδοσιακό… μπιστρό: Μέ… γαλοτύρι καί γαλλική μουσική. Μά, παρέσυρε καί τόν ἄλλο της υἱό, τόν Βαγγέλη, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τά βότανα καί κάθε χρόνο ὀργανώνει στό χωριό τούς Ὀρεινούς Ἀγῶνες Ἀλληλεγγύης.
Ἀνεβαίνοντας στίς στροφές γιά τόν Λύγγο καί ἀντικρύζοντας τούς βοσκούς καί τά πρόβατα, μόνο προετοιμασμένος γιά νά συναντήσω αὐτό πού συνάντησα δέν ἤμουν. Ὅπως εἶμαι βέβαιος ὅτι δέν ἦταν καί ὁ πρέσβυς Τζέφφρυ Πάυατ, ὁ ὁποῖος -ὅπως πληροφορήθηκα- ἐπισκέφθηκε πρόσφατα τό χωριό, συνοδευόμενος ἀπό τόν Δήμαρχο Ἰωαννίνων, καί ἔφυγε γοητευμένος. Ἤ καί κορυφαῖα στελέχη τοῦ ΔΝΤ, πού πῆγαν ἰνκόγκνιτο στόν Λύγγο, ἄγνωστοι μεταξύ ἀγνώστων. Τό κοντράστ εἶναι ἐντυπωσιακό. Πρῶτα συναντᾶς τό Μουσεῖο, πού δημιουργήθηκε ἀπό τό ὑστέρημα τῶν μελῶν τοῦ τοπικοῦ Ἐξωραϊστικοῦ Συλλόγου, χωρίς τήν παραμικρή κρατική βοήθεια, τό 2004 – σημειώνω τήν χρονιά διότι ἔχει σημασία ὁ χρόνος πού ἐπιλέγουμε νά κάνουμε κάτι στή ζωή: Τήν χρονιά πού ὅλα τά βλέμματα «κοιτοῦσαν» στό ἀστραφτερό Λεκανοπέδιο, τό βλέμμα τῆς κ. Μιράντας «κοιτοῦσε» πρός τό μαγικό βουνό. Καί τί ἔκπληξη! Νά βλέπεις τά ἀντικείμενα, νά τά χαϊδεύεις, νά τά περιεργάζεσαι καί νά ἀνακαλύπτεις μία Ἑλλάδα πού κάποτε ὑπῆρξε, σήμερα δέν ὑπάρχει, ἀλλά τό πνεῦμα της, τό πνεῦμα τοῦ κοινοτισμοῦ (πού τήν κράτησε ὄρθια) περιέργως ὑπάρχει ἀκόμη στίς ψυχές μας. Ὅπου κοινοτισμός ἴσον Πρόεδρος (ἐξουσία), δάσκαλος (ἐκπαίδευση ), παπᾶς (θρησκευτική παράδοση). Μέ αὐτά τά ὅπλα νικήσαμε τήν φτώχεια!
Κοιτῶ τά ξύλινα μαθητικά θρανία, τήν ἑλληνική Σημαία μέ τήν ἐπιγραφή «Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος», κοιτῶ τήν προτομή τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, κοιτῶ τήν μικροσκοπική ἕδρα τοῦ δασκάλου, τίς μάλλινες τσάντες «ταγάρια» τῶν μαθητῶν, τά βιβλία, τόν ἀργαλειό, γυρίζω στήν Ἑλλάδα τοῦ 1950 καί σκέπτομαι: Ναί, αὐτό τό σύστημα μέσα στήν καρδιά τῶν παρεξηγήσεων πού ἄφησε πίσω του ὁ Ἐμφύλιος, τά κατάφερε: Ἔφτιαξε ὡραίους Ἕλληνες. Κοιτάζω τά ἄμφια τοῦ παπᾶ κρεμασμένα, βλέπω καί τόν ἴδιο τόν παπᾶ σέ φωτογραφία-πορτραῖτο στόν τοῖχο καί λέω «δέν μπορεῖ, τώρα θά ξεπεταχθεῖ τό πρόσωπό του μέσα ἀπό τά ἄμφια» καί θά μᾶς πεῖ τόν… ἑξάψαλμο. Κοιτάζω τόν «σοφρᾶ», τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ μέ τά χαμηλά πόδια, μόλις σαράντα ἑκατοστά ὕψος καί δέν φαντασιώνομαι μόνο μία ἠπειρώτικη οἰκογένεια γονατιστή γύρω ἀπό αὐτόν νά δειπνεῖ. Ἀλλά σκέπτομαι ὅτι σέ αὐτό τό χαμηλό στρογγυλό τραπέζι ζύμωναν κάποτε πρόσφορα γιά τήν ἐκκλησία, ζύμη γιά πίττες, φύλλα γιά γλυκό, σάν καί αὐτά πού πωλεῖ ἕνα κατάστημα στά Ἰωάννινα καί ἔχει κάθε μέρα οὐρά πελατῶν, ἀκόμη καί μέ βροχή. Αὐτή εἶναι ἡ πατρίδα μας – λέω μέσα μου, μπορεῖς νά τήν διαβάσεις καί ἀπό τά ἀντικείμενά της, καμμιά φορά δέν χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ Ἑλλάδα «γύρω». Στρογγυλή, κυκλωτική, μία ἀγκαλιά ὅπως οἱ παρέες της.
Μά, καί ὅταν τελειώνει ἡ ξενάγηση στό Μουσεῖο καί πάω στό μπιστρό τοῦ Λύγγου, τό KoZmos, μέ τούς σοφρᾶδες, τίς φλοκάτες, τό τζάκι, τό ἑορταστικό πιάτο μέ πρασοσέλινο, καί τήν… γαλλική μουσική, ἡ δασκάλα μοῦ λέει ἱστορίες γιά τούς ἀνθρώπους. Πῶς ὁ υἱός της, ὁ Βαγγέλης, προσπάθησε νά βάλει στούς φετινούς ὀρεινούς ἀγῶνες τόν κόσμο στό πνεῦμα τῆς ἀλληλεγγύης, νά τρέξει κουβαλώντας βάρος, γιατί ἡ ζωή καμμιά φορά τά φέρνει ἔτσι πού πρέπει νά σώσουμε ἀκόμη ἕναν ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ὁ υἱός της Νικόλας μοῦ λέει πώς δέν τοῦ βάστηξε καρδιά νά κάνει τήν καθιερωμένη ἑορτή τῆς ἐπιχείρησής του κάτω ἀπό τόν πλάτανο τόν Αὔγουστο τήν ἡμέρα πού καιγόταν κόσμος στό Μάτι. Ἀκούω τήν σύμβουλο τουριστικῆς ἀνάπτυξης Ἕλενα Κατσάρη νά μοῦ λέει «ἡ μοναδικότητα κάθε τόπου, κάθε προορισμοῦ καί κάθε ἀνθρώπου εἶναι οἱ ἀντιθέσεις του». Ἀκούω τούς ἰατρούς Μπέση, Παπαδοπούλου καί Παπακώστα, πού ἔχουν ἀνέβει μέ τίς παρέες τους στό βουνό γιά τσίπουρο, νά μοῦ μιλοῦν γιά τήν πολιτική καί τούς πολιτικούς ἀπό ἀπόσταση.
Πρωί Δευτέρας, κατά τήν ἀναχώρησή μου ἀπό τό κλασσικό καί φιλόξενο Du Lac τῆς οἰκογένειας Νιτσιάκου, παρατηρῶ τά ἄψογα ἑλληνικά τοῦ σαραντάρη ρεσεψιονίστ, πού μοῦ μιλᾶ μέ ἀγάπη γιά τήν «Ἑστία» μας καί σκέπτομαι μιά ἀκόμη φορά: Ἔχει μέλλον ὁ τόπος μας καί ἄς τόν θεωροῦν κάποιοι ξε-γραμμένο. Ἄν πᾶς στά Γραμμενοχώρια, τό νιώθεις. Γραμμένοι εἴμαστε, ὄχι ξεγραμμένοι. «Γράφουμε».