Ἀπό τίς ἐπιχειρήσεις
ὡς κέντρα παραγωγῆς πλούτου
θά πρέπει νά ξεκινήσει
μία νέα πολιτιστική ἐπανάσταση
ΝΑΙ, τό κέρδος εἶναι ἀπαραίτητο γιά μία ἐπιχείρηση. Σίγουρα οἱ πωλήσεις της εἶναι πολύ σημαντικές. Ἀσφαλῶς καί ἡ διοίκησή της πρέπει νά εἶναι ἀποτελεσματική. Τό ἐρώτημα ὅμως πού θέτει ἕνας σημαντικός Ἰταλός καθηγητής τῆς φιλοσοφίας στό πανεπιστήμιο τῆς Καλαβρίας, ὁ Nuccio Ordine, εἶναι ἄν αὐτά εἶναι τά μόνα χρήσιμα πράγματα στήν ζωή μας. Καί ἡ ἀπάντηση πού δίνει, σέ ἕνα ἐντυπωσιακό καί μαχητικό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἡ Χρησιμότητα τῆς Ἀχρηστίας» (L’ utilita dell’ Inutile), εἶναι ἀπό κάθε ἄποψη στιβαρή –καί βέβαια ἀρνητική.
Τί ὑποστηρίζει ὅμως ὁ Ἰταλός φιλόσοφος, πού πρίν τρία χρόνια εἶχε δώσει καί μία διάλεξη στό κατάμεστο Μέγαρο Μουσικῆς; Ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση ὅτι στά καθεστῶτα μας, τά ὁποῖα ἀποκαλεῖ «ἐμπορευματικές δημοκρατίες», ὑπάρχουν πράγματα «ἄχρηστα», ὅπως ἡ ποίηση γιά παράδειγμα, πού τελικά ἔχουν τεράστια χρησιμότητα. Ἔτσι, μέσα ἀπό τήν σκέψη μεγάλων φιλοσόφων (Ἀριστοτέλης, Πλάτων, Κάντ, Τόκβιλ κ.ἄ.) καί σημαντικῶν συγγραφέων (Θερβάντες, Ἰονέσκο, Καλβίνο, Ὀβίδιος, Βοκάκιος, κ.ἄ.) μᾶς λέει ὅτι τό πάθος τῆς κατοχῆς καί ἡ θρησκευτική προσήλωση στήν χρησιμότητα ἀποστειρώνουν τό πνεῦμα καί θέτουν σέ κίνδυνο τόν πολιτισμό, τό σχολεῖο καί τό πανεπιστήμιο. Πλήττουν ἐπίσης τήν τέχνη καί τήν δημιουργικότητα, ὅπως καί κάποιες θεμελιακές ἀξίες ὅπως εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ἀλήθεια.
«Ζοῦμε σέ ἕναν κοινωνικό περίγυρο» εἶπε ὁ N. Ordine στήν ὁμιλία του στήν Ἀθήνα, «στόν ὁποῖο κάθε ἐπιλογή, κάθε πράξη, κάθε λέξη πρέπει νά ἀντιστοιχεῖ σέ ἕνα προσωπικό “κέρδος”, σέ μία ὠφελιμιστική λογική πού ἐπιβάλλει μία ὑλική ἀπολαβή. Ἡ ἰδέα νά μπορεῖ κανείς νά καλλιεργήσει ἕνα πάθος ἐν ὀνόματι μιᾶς ἀνιδιοτελοῦς καί ἀδάπανης ἀπόλαυσης δέν βρίσκει γόνιμο ἔδαφος ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ στήν κοινωνία μας.
»Ζοῦμε σέ ἕνα πολιτικό, κοινωνικό καί οἰκονομικό πλαίσιο πού κυριαρχεῖται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν δικτατορία τῆς μεγιστοποίησης τοῦ κέρδους. Ἄς μήν παρεξηγηθοῦν τά λόγια μου: Τό κέρδος σέ μία κοινωνία εἶναι θεμιτό, ἀρκεῖ νά ἀποτελεῖ “μέσο” καί ὄχι “αὐτοσκοπό”. Ἀκόμη καί ὁ Ἄνταμ Σμίθ, τόν ὁποῖο παρανόησαν πολλές φορές οἱ ἴδιοι οἱ ὑποστηρικτές του, εἶχε ἀντιληφθεῖ πλήρως τήν διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ ἕναν ὅλο ἀπληστία καί χωρίς ἠθικούς φραγμούς ἐγωισμό καί ἕνα ἐνάρετο προσωπικό συμφέρον, ἐμπνευσμένο ἀπό τήν φρόνηση. Πράγματι, τό κέρδος γιά τό κέρδος, ἀποδεσμευμένο ἀπό κάθε κοινωνικό καί ἠθικό φραγμό, ἐξαιτίας τῆς ἴδιας τῆς ἁρπακτικῆς του φύσης, ἀντί νά γίνει ἐργαλεῖο ἀνάπτυξης τῆς ἀνθρωπότητας μπορεῖ, ἀντιθέτως, νά μετατραπεῖ σέ ἐργαλεῖο καταστροφῆς τοῦ πολιτισμοῦ καί ἀποσάθρωσης τοῦ πνεύματος.
»Οὔτε πού δίνουμε πλέον σημασία ὅταν, μπροστά σέ κάθε μικρή καθημερινή ἐπιλογή μας, κάποιος μᾶς ρωτήσει, σέ τί χρησιμεύει; Σέ τί ἄραγε χρησιμεύει νά διαβάσεις τήν Ὀδύσσεια ἤ ἕνα ποίημα τῆς Σαπφοῦς; Σέ τί ἄραγε χρησιμεύει νά μελετήσεις λατινικά ἤ ἑλληνικά; Σέ τί ἄραγε χρησιμεύει νά ἀκούσεις Μότσαρτ; Σέ τί ἄραγε χρησιμεύει νά ἐπισκεφθεῖς τόν Παρθενῶνα; Σέ τί χρησιμεύει νά δεῖς τό ἡλιοβασίλεμα ἀπό τόν ὑπέροχο ναό τοῦ Ποσειδῶνα στό Σούνιο; Σέ τί χρησιμεύει νά θαυμάσεις τόν πίνακα τοῦ Σεζάν “Οἱ Χαρτοπαῖκτες”;».
Σέ αὐτές τίς «παράλογες» ἐρωτήσεις εἶχε ἀπαντήσει ἐξαίρετα ὁ Ἀριστοτέλης, λέγοντας σέ αὐτόν πού ρώτησε «σέ τί χρησιμεύει ἡ φιλοσοφία;», ὅτι «δέν χρησιμεύει σέ τίποτα, γιατί δέν κάνει ἐκδούλευση». Ἡ φιλοσοφία κατά τόν μεγάλο Ἕλληνα φιλόσοφο εἶναι μία ἐπιστήμη αὐθύπαρκτη, πού διδάσκει τόν δρόμο πρός τήν ἐλευθερία. Κάθε ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος ὑπάρχει γιά τόν ἑαυτό του καί ὄχι γιά κάποιον ἄλλον. Καί ὁ Ἰταλός φιλόσοφος πρόσθεσε:
«Ὁμοίως, τήν πιό ἔξυπνη ἀπάντηση στήν ἀνόητη ἐρώτηση ὅποιου ζητᾶ στίς μέρες μας ἀπό τούς μαθητές μας νά τοῦ ποῦνε σέ τί χρησιμεύει ἡ ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, μποροῦμε νά τήν βροῦμε στό μυθιστόρημα τῆς Μαργκερίτ Γιουρσενάρ “Ἀδριανοῦ Ἀπομνημονεύματα”. Σέ ἕναν συγκινητικό στοχασμό, ἀφιερωμένο στό μεγαλεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας –ἐκλεπτυσμένος διανοούμενος καί φιλότεχνος– ἔπλεξε τό ἐγκώμιο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μέ αὐτά τά λόγια: “Ἀγάπησα αὐτή τήν γλῶσσα γιά τήν εὔρωστη πλαστικότητά της, γιά τό πλούσιο λεξιλόγιό της, πού ἡ κάθε λέξη του πιστοποιεῖ τήν ἄμεση καί διαφορετική ἐπαφή της μέ τίς ἀλήθειες, καί γιατί ὅ,τι ἔχει λεχθεῖ καλό ἀπό τόν ἄνθρωπο ἔχει ὡς ἐπί τό πλεῖστον λεχθεῖ σ’ αὐτή τήν γλῶσσα. Μέ τά λατινικά κυβέρνησα τήν αὐτοκρατορία μου. Ὁ ἐπιτάφιός μου θά χαραχτεῖ στά λατινικά στόν τοῖχο τοῦ μαυσωλείου μου στίς ὄχθες τοῦ Τίβερη, ἀλλά στά ἑλληνικά ἔχω σκεφτεῖ καί ζήσει” (Marguerite Yourcenar, Ἀδριανοῦ Ἀπομνημονεύματα, μτφρ. Ἰωάννας Δ. Χατζηνικολῆ, ἐκδ. Χατζηνικολῆ, 6η ἔκδοση 1984, σσ. 47-48)».
Στήν βάση τῶν ὅσων προηγοῦνται, μήπως εἶναι καιρός γιά τίς ἐπιχειρήσεις νά γίνουν –παράλληλα μέ τόν πλοῦτο πού μποροῦν νά παράγουν– καί παραγωγοί πολιτισμοῦ, στήν εὐρύτερη διάσταση τοῦ τελευταίου; Λέμε, μήπως;…
*Ἐπίτιμος Διεθνής Πρόεδρος
Ἕνωσης Εὐρωπαίων Δημοσιογράφων
[email protected]