Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Ἀπριλίου 1919
Παρακολουθῶ, ἐπί ἡμέρας τώρα, μέ ὅλον τόν ὀφειλόμενον σεβασμόν, μίαν… κλῶσσαν. Καί ὁμολογῶ ὅτι ἐφευρῆκα τόν καλλίτερον τρόπον ἀναπαύσεως ἀπό τήν ἀγωνιώδη παρακολούθησιν ὅλων τῶν ἄλλων φλεγόντων ζητημάτων τῆς παρούσης στιγμῆς. Ἡ κλῶσσά μου δέν μαντεύει τίποτε ἀπό τά κοσμοϊστορικά γεγονότα, ποῦ ἐξελίσσονται τριγύρω μας. Μαντεύει ὅμως κἄτι σπουδαιότερον καί, πρό πάντων, ὡραιότερον. Μαντεύει τό μέγα γεγονός τῆς μητρότητος. Καί ὅμως θερμαίνει κάτω ἀπό τῇς φτεροῦγές της ἕνα μάταιον ἰδανικόν, ὅπως κανείς ποτέ ἰδεολόγος δέν ἐθέρμανε τό ἰδικόν του. Ἀλλά νομίζω ὅτι ἀρχίζω νά γίνωμαι σκοτεινός καί πρέπει νά ἐξηγηθῶ. Εἶμαι κύριος μιᾶς μοναδικῆς κόττας. Εἰς τάς ἡμέρας τοῦ λιμοῦ, εὐγενής καί φιλάνθρωπος κυρία, εἰς τήν ὁποίαν εἶχα προσφέρει κἄποιαν ἀσήμαντον ἐκδούλευσιν, μοῦ ἀπέστειλεν εἰς ἀνταπόδοσιν τόν θησαυρόν αὐτόν, συνοδευόμενον ἀπό ἕνα εὐγενέστατον γραμματάκι. Τό γραμματάκι αὐτό συνώψιζεν ὡς ἑξῆς τήν δωρεάν: «Σᾶς προσφέρω μίαν καλήν σούπαν. Ἐλπίζω ὅτι θά τήν δεχθῆτε.» Ἐδέχθην τήν κότταν, ἀλλ’ ὄχι καί τήν σούπαν. Αἱ γυναῖκες ἔχουν κἄποτε ἀνηκούστους σκληρότητας. Ἡ σκληρότης των εἶνε ἡ πρακτικότης των. Σᾶς προσφέρουν μίαν ὡραίαν ζωήν, μίαν πτερωτήν χαράν, μίαν πάλλουσαν τρυφερότητα, μία κότταν, ἐπί τέλους, καί τήν συνοδεύουν μέ μίαν καταδίκην εἰς θάνατον. Θέλουν νά περιποιηθοῦν τήν καρδίαν σας ἤ τό πνεῦμά σας καί περιποιοῦνται τόν στόμαχόν σας. Καί, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ποίησιν, καταλήγουν εἰς τό καζάνι.
Τό συμπέρασμα εἶνε ὅτι ἡ χαριτωμένη πουλάδα δέν ἐτέθη εἰς τό καζάνι. Παρεδόθη εἰς τήν ζωήν, εἰς τόν ἥλιον, εἰς τόν κάμπον καί εἰς τάς καλάς περιποιήσεις τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πετεινοῦ τῆς γειτονικῆς αὐλῆς. Νά ἠμπορῇ κανείς, χωρίς νά εἶνε βασιλεύς, νά χαρίζῃ μίαν ζωήν εἶνε μεγάλη εὐτυχία! Καί τήν εὐτυχίαν αὐτήν τήν ἐδοκίμασα καί ἐξακολουθῶ νά τήν δοκιμάζω ἔκτοτε, μαζῆ μέ τήν σχετικήν ὑπερηφάνειαν, εἰς ὅλην της τήν ἔκτασιν καί τήν πληρότητα. Ἕνα κακάρισμα παθητικώτατον, ἐπί μῆνας τώρα, δέν ἤρχετο μόνον νά μοῦ ἀναγγείλῃ κάθε πρωί ὅτι αὐγό ἦλθεν εἰς τόν κόσμον. Ἤρχετο νά μοῦ ὑπενθυμίσῃ καί μίαν ὡραίαν βασιλικήν μου πρᾶξιν καί νά συνοδεύσῃ τό καθημερινόν δῶρον μέ μίαν τρυφεράν ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης.
Ἔξαφνα τά βαρυσήμαντα κακαρίσματα ἐσταμάτησαν. Ἡ μητρότης εἶχε λάβει τόν λόγον. Τό χαριτωμένον πλάσμα ἤρχισε νά γίνεται σοβαρόν, μελαγχολικόν καί νά καρφώνεται ἀκίνητον εἰς κἄποιο ἔπιπλον ἑνός σκοτεινοῦ δωματίου, τῆς ἐκλογῆς του, μέ μίαν ἔκφρασιν ἐντελῶς τελετουργικήν. Ἐκλωσσοῦσεν, ἁπλούστατα. Οἱ πτηνολόγοι περιγράφουν ἐκτενῶς τήν κατάστασιν αὐτήν, ἡ ὁποία εἶνε μία κατάστασις σχεδόν παθολογική, συνοδευομένη ἀπό πυρετόν –ἕνα τόσον χρήσιμον πυρετόν– καί ἄλλα ψυχικά καί νευρικά φαινόμενα, ἐκδηλούμενα εἰς κἄποιαν ἔκστασιν, σχεδόν θρησκευτικήν. Θά μοῦ πῆτε, ὅτι δέν ὡμίλησα περί αὐτῶν. Ἁπλούστατα, δέν ὑπῆρχαν αὐγά. Μή ἔχων κανένα σκοπόν νά γίνω πτηνοτρόφος πρός χάριν τῶν κλεφτοκοττάδων τῆς συνοικίας, ἀπεφάσισα ν’ ἀφήσω ἄτεκνον τήν πτωχήν μου φίλην. Ἀλλά τό ἔνστικτον εἶνε τυφλόν. Μέσα εἰς τήν σκοτεινήν συνείδησιν τοῦ ζῴου ἡ μητρότης ἔφθασεν εἰς τήν ὥραν της καί ἤρχισεν ἀνεξετάστως τήν ἱερουργίαν τῆς διαιωνίσεως. Ἡ φαντασία τοῦ ζῴου εἶχε τοποθετήσει ἄπειρα αὐγά κάτω ἀπό τῇς φτεροῦγές του. Καί τά ἐζέσταινεν ἐρήμην. Τίποτε δέν ἐστάθη ἱκανόν ν’ ἀποσπάσῃ τό πτωχόν πλάσμα ἀπό τήν ἱεράν αὐτήν ματαιοπονίαν. Μετεχειρίσθην ὅλα τά γνωστά ἐμπειρικά μέσα διά νά διακόψω τήν ἐπώασιν, ἀλλά ματαίως. Ἡ στοργική μητέρα ἔσπευδε κάθε φοράν νά ξαναγυρίσῃ εἰς τό σκοτεινόν δωμάτιον, νά καταλάβῃ τήν θέσιν της καί νά στρογγυλεύῃ τῇς φτεροῦγές της, ἀδιαφοροῦσα τελείως περί τροφῆς, νεροῦ, περιπάτου, ἀδιαφοροῦσα δι’ ὅλον τόν κόσμον. Ὡς ὑπνωτισμένη, ἐκάρφωνεν ἕνα βλέμμα ἀπλανές εἰς τό κενόν, ὅπου κἄποιο ὅραμα πρασίνου κάμπου, σπαρμένου μέ τρισχαριτωμένα κλωσσόπουλα, ἐπερνοῦσε χωρίς ἄλλο ἐμπρός της. Ἀλλά τό παραδοξότερον, εἰς ὅλην αὐτήν τήν συγκινητικήν ἱστορίαν, εἶνε τό ἑξῆς. Ἕνα βράδυ, παρακολουθῶν ἀπό μίαν διακριτικήν σκοπιάν τήν ἱεροτελεστίαν αὐτήν τῆς μητρότητος, εἶδα ἔξαφνα τήν ματαίαν μητέρα νά ἀνασηκώνεται μέ προσοχήν καί νά κινῇ, μέ ὅλας τάς προφυλάξεις, τό ράμφος της ἐπάνω εἰς τόν κενόν χῶρον, τόν ὁποῖον ἐθέρμαινεν. Ἔπειτα νά κάμνῃ κἄτι ἀνάλογον μέ τά πόδια της, καί μέ τάς ἰδίας πάντοτε προφυλάξεις. Κατόπιν ἐξαναπῆρε τήν θέσιν της. Εἶχα τήν ὑπομονήν νά περιμένω. Μετ’ ὀλίγον τό πρᾶγμα ἐπανελήφθη. Καί ἀργότερα ἐπανελήφθη πάλιν κατά τόν ἴδιον στερότυπον τρόπον. Τί συνέβαινεν; Ἡ ματαία μητέρα μετετόπιζε τά ἀνύπαρκτα αὐγά της, διά νά τά θερμάνῃ ὁμοτίμως ἀπό ὅλας των τάς ἐπιφανείας. Τά ἔβλεπεν, ἄραγε, τά ᾐσθάνετο, τά ἔψαυε; Τήν κατεῖχε μία συνεχής ψευδαίσθησις; Μυστήριον! Ἀλλά τί σημαίνει; Τά αὐγά ὑπῆρχαν μέσα εἰς τήν ψυχήν της. Καί, ὅ,τι ὑπάρχει μέσα εἰς τήν ψυχήν μας, εἶνε ἡ μόνη πραγματικότης. Καί, πρό τοῦ κωμικοτραγικοῦ θεάματος, ἐκσεπτόμουν, προσμελαγχολῶν μᾶλλον, παρά προσφιλοσοφῶν: Πόσες φορές κ’ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, εἰς τήν ἐπῴασιν τῶν ἰδανικῶν μας, δέν ζεσταίνομεν, μέ τήν ἰδίαν ἱεράν καί ὀλίγον κωμικήν μανίαν, ἀνύπαρκτα αὐγά!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ