Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 19 Ἰουλίου 1919
Εἶναι ὁ χαρακτηριστικώτερος καί ἱστορικώτερος τύπος τοῦ Φαληρικοῦ τράμ. Γνωρίζει ὅλους τούς ἀνεβαίνοντας κατά τάς πρωινάς ὥρας καί ὅλους τούς κατεβαίνοντας κατά τάς μεσημβρινάς. Ἀλλά κυρίως τήν γνωρίζουν ὅλοι. Ὑψηλή, ξερακιανή, φέρουσα ὑπερηφάνως τούς ἀπροσδιορίστους Σεπτεμβρίους τῆς ἡλικίας της καί διατηροῦσα, ὅπως τά αἰλουροειδῆ, τήν εὐκινησίαν τῶν νεανικῶν μελῶν, μέχρις ἐσχάτων, ἀποτελεῖται κυρίως ἀπό δύο μάτια. Δύο μάτια, τά ὁποῖα ἐάν δέν εἶνε πλέον θέμα ποιήσεως –ἴσως νά ὑπῆρξαν ποτέ– θά ἦσαν ὅμως πολύτιμα ὄργανα διά κάθε φιλόδοξον ντετεκτίβ. Μάτια-ἀγκίστρια δηλαδή! Καί ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ ὅταν βλέπουν, φαίνονται ὅτι ψαρεύουν, ἡ Κυρά-Ἑλένη ψαρεύει διαρκῶς. Τί ψαρεύει; Μυστήριον! Κἄποτε ψαρεύει τό λαυράκι ἑνός καθίσματος, τό ὁποῖον κατακτᾷ ἡρωϊκῶς. Κἄποτε ἕνα σκανδαλάκι, τό ὁποῖον ψιθυρίζει ἱεροκρυφίως πρός τόν γείτονά της. Κἄποτε μίαν… μίαν… μηχανοχραφίαν, τήν ὁποίαν δέν ψιθυρίζει εἰς κανένα. Καί τότε ἡ Κυρά-Ἑλένη γίνεται ἐξαιρετικῶς σκεπτική.
Ὑπάρχουν τώρα οἱ ὑποστηρίζοντες, ὅτι ἡ ἐπίδρασις ἑνός μεγάλου διδασκάλου δέν εἶνε ξένη πρός τήν ψυχικήν θέσιν αὐτήν τῆς Κυρᾶ-Ἑλένης. Δέν εἶνε ἀνάγκη νά ὀνομάσω πρόσωπα. Ἀρκεῖ νά σημειωθῇ, ὅτι ἡ Κυρά-Ἑλένη εἶνε τό ἀρχαιότερον πρόσωπον τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου τοῦ Στρατοῦ. Ἐγνώρισεν ὅλους τούς Ἐπιτελάρχας καί ὅλα τά Ἐπιτελεῖα, ἀπό τῆς πρώτης Βασιλείας μέχρι σήμερον. Καί τά ἐγνώρισεν, ὅπως γνωρίζει κανείς τούς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ψήνει τόν καφέν –βαρύν-γλυκύν, πικρόν, μέτριον, ὄχι πολλά βραστόν κλπ. Καί εἶνε γνωστόν ὅτι ὁ καφές εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
– Δέν μοῦ λές, Κυρά-Ἑλένη; τῆς εἶπε κἄποιος πονηρός, πρό ὀλίγων ἡμερῶν. Ἀπό πότε ἀνήκεις στό Ἐπιτελεῖον; Ἤσουνα στόν καιρό τοῦ Δούσμανη;
Ἡ Κυρά-Ἑλένη παρέκαμψε δεξιώτατα τόν σκόπελον.
– Καλέ, ὅταν πῆγα ἐγώ, παιδί μου, στό Ἐπιτελεῖο, ὁ Δούσμανης δέν ἤτανε γεννημένος ἀκόμα.
– Δέν μοῦ λές, Κυρά-Ἑλένη; Νά χαρῇς τά μάτια σου. Ἔπινε πολλούς καφέδες τώρα τελευταῖα ὁ Ἐπιτελάρχης;
Ἀλλ’ ἡ Κυρά-Ἑλένη εἶχε διδαχθῇ ἀπό τό Ἐπιτελεῖον τούς κινδύνους τῶν κυκλώσεων καί τά στρατηγικά μέσα, μέ τά ὁποῖα τάς ἀποφεύγει ἕνας καλός στρατηγός.
– Ὤχ! παιδί μου; Ἀνάκρισι θά μοῦ κάνῃς; Δέν τ’ ἀφίνεις αὐτά; Ἀρκετά τράβηξα μέ τούς ἀνακριτάδες!
Ἔσπευσε ὅμως καί νά προσθέσῃ μέ τήν μεγαλειτέραν ἀγαθότητα τοῦ κόσμου, ὡς μονολογοῦσα καθ’ ἑαυτήν:
– Κάθε ἄνθρωπος, βλέπεις, σἄν ἔχῃ πολλές σκοτοῦρες στό κεφάλι του, στούς καφέδες ξεσπάει. Τί μ’ αὐτό;
Καί ἡ Κυρά-Ἑλένη ἔσπευσε νά ζητήσῃ ἄσυλον ἐπί τοῦ ἰδίου καθίσματος, μεταξύ τοῦ προέδρου τοῦ Στρατοδικείου κ. Φατσέα καί ἑνός ἱερωμένου.
– Κύριε Πρόεδρέ μου, θά μοῦ κάνετε λίγη θέσι νά κάτσω κ’ ἐγώ λιγάκι. Ἔτσι κ’ ἔτσι δέν πιάνω πολύν τόπο…
Ὁ κ. Φατσέας ὑπῆρξεν ὁμολογουμένως ἱπποτικώτατος μέ τήν Κυρά-Ἑλένην καί τοιουτοτρόπως ἡ Ἥβη τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου ἐκάθισε καί ἀνεπαύθη μεταξύ Θείας καί ἀνθρωπίνης Δικαιοσύνης, ὅπως θά ἔλεγεν ὁ Παπαδιαμάντης.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό πρέπει νά δώσω μερικάς ἐξηγήσεις. Ἡ Κυρά-Ἑλένη, ἄν διεκδικῇ συχνά μίαν θέσιν μεταξύ δύο ἀνδρῶν, εἶνε διότι καί αὐτή παραχωρεῖ πολύ συχνά τήν ἰδικήν της. Ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς εἰς ἄνδρας καί εἰς πρόσωπα, τά ὁποῖα σέβεται καί ἐκτιμᾷ. Ποτέ εἰς γυναῖκας! Τήν ἰδίαν αὐτήν στιγμήν, ἄν εὑρεθῇ ὀρθία εἰς τόν διάδρομον, ἦτο διότι εἶχε παραχωρήσει πρό ὀλίγου τήν θέσιν της εἰς κἄποιον σεβαστόν γνώριμόν της ἐκ Παλαιοῦ Φαλήρου. Ὑπό τήν ἔποψιν αὐτήν, ἡ Κυρά-Ἑλένη ἔχει ἀναλάβει νά συνεχίσῃ εἰς τό φῦλον της τάς παραδόσεις τοῦ ἱπποτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐχάθη ἀπό τούς ἄνδρας. Ἀλλά, ὅπως προεῖπα, ἔχει τάς προτιμήσεις της καί κάμνει τάς διακρίσεις της. Εἶναι βεβαιωμένον τοὐλάχιστον, ὅτι καί εἰς τό Γεν. Ἐπιτελεῖον δέν πίνουν ὅλοι τόν ἴδιον καφέν. Ἄλλον πίνουν τά εὐνοούμενα πρόσωπα καί ἄλλον τά ἄλλα. Καί ἄν ἡ Κυρά-Ἑλένη δέν ἦτο καλή Χριστιανή, σταυροκοπουμένη τακτικῶς εἰς κάθε διαδρομήν πρό τῶν παρεκκλησίων τῆς γραμμῆς τοῦ τράμ, θά ἠμποροῦσαν νά ὑπάρξουν καί ὑπόνοιαι, ὅτι ἡ Κυρά-Ἑλένη διά τούς εὐνοουμένους κἄποιου Ἐπιτελάρχου ἔψηνε καί καφέν κατά τήν συνταγήν τοῦ Γιλδίζ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ