Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 20 Μαρτίου 1925
Εἰς τήν μακαρίαν ἐποχήν –ἀγαπητέ μου κ. Καββαδία– κατά τήν ὁποίαν κανείς Ἀθηναῖος δέν εἶχε τόν ἡρωισμόν νά προχωρήσῃ πέραν ἀπό τό πρῶτον ποτηράκι τοῦ ὀρεκτικοῦ –μεζές μιά πράσινη ἐλῃά– οἱ καταφθάνοντες ἀπό τήν λάγνον Ἀνατολήν τῶν μεζέδων καί τῶν οὔζων, δικαιολογοῦντες τό δεύτερον ποτηράκι των, συνείθιζαν νά λέγουν.
– Στά μέρη ἐκεῖνα, βλέπετε, τό κλῖμα τά σηκώνει τά οὖζα.
Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, τῶν εὐνοϊκῶν πρός τά οὖζα κλιμάτων ἀπεφάσιζαν, μέ πόνον ψυχῆς καί, διά τό ἀσκανδάλιστον, ν’ ἀλλάξουν συνήθειας μακρᾶς ζωῆς, ἀφοῦ ἡ τύχη των τούς εἶχε φέρει εἰς ἕνα κλῖμα, τόσον ἐχθρικόν πρός τά μικρά ποτηράκια.
– Τί νά κάνῃ κανείς; Ἐδῶ βλέπετε τό κλῖμα δέν σηκώνει τά οὖζα.
Αἰφνιδίως, ἡ μᾶλλον σιγά-σιγά, τό κλῖμα τῶν Ἀθηνῶν, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ κ. Αἰγινήτη, ἀφοῦ ὑπέστη διαφόρους ἄλλας μεταβολάς, ἄρχισε νά μεταβάλλῃ στάσιν καί ἀπέναντι τοῦ οὔζου. Ἡ ἀνακάλυψις ἔγινεν εἰς τάς ἀριστοκρατικάς αἰθούσας τῶν Ἀθηνῶν. Αἱ κυρίαι καί αἱ δεσπονίδες τοῦ καλοῦ κόσμου, ἀφοῦ ἐπροχώρησαν δειλά ἀπό τό πρώτον οὖζο εἰς τό δεύτερον, τολμηρότερα ἔπειτα ἀπό τό δεύτερον εἰς τό τρίτον, ἡρωικώτατα κατόπιν ἀπό τό τρίτον εἰς τό τέταρτον, τό πέμπτον, τό δέκατον, τό εἰκοστόν, τό τριακοστόν, μέχρις ἐξαντλήσεως τῆς μικρᾶς κρυστάλλινης καράφας, παρετήρησαν, ὅτι τό κλῖμα τῶν Ἀθηνῶν, ὄχι μόνον ἀνείχετο τά σχετικά οὖζα, ἀλλά καί τά εἶχε θέσει, στοργικότατα, ὑπό τήν ὑψηλήν του προστασίαν. Καί ἐπειδή, ὡς γνωστόν, εἰς ὅλα τά πράγματα, τό κλῖμα εἶνε τό πᾶν – λεπτομέρεια τήν ὁποίαν παρεῖδεν ὁ κ. Καββαδίας, μολονότι ἰατρός– αἱ πέδαι τῶν οὔζων ἐλύθησαν καί οἱ πλούσιοι κρουνοί των ἤρχισαν ν’ ἀρδεύουν τήν Ἑλληνίδα γῆν.
Αἱ σχέσεις αὗται τοῦ κλίματος πρός τά «μικρά ποτηράκια», τά ὁποῖα συμβουλεύει ἀνεξετάστως ν’ ἀποφεύγωμεν ἕνας Γάλλος ὑγειονολόγος –évitez les petits verres– δέν παρατηροῦνται μόνον εἰς τήν Ἑλλάδα. Διά τό Ἀγγλικόν κλῖμα, ὑπῆρχεν, ὡς γνωστόν ἡ ἰδέα, ὅτι ἀνέχεται ἰδιαιτέρως τό γουΐσκι, μετά ἤ ἄνευ σκόντα-γουῶτερ. Οἱ Ἄγγλοι ὅμως, μεταναστεύοντες εἰς τάς Ἰνδικάς των κτήσεις, μολονότι ὑπῆρχεν ἡ πρόληψις, ὅτι τά θερμά κλίματα δέν ἀνέχονται τό οἰνόπνευμα, προέβησαν εἰς σχετικά πειράματα. Καί ἀνεκάλυψαν, μέ δικαιολογημένην ἔκπληξιν καί εὐχαρίστησιν, ὅτι τό κλῖμα τῶν τροπικῶν ἀνέχεται ἐπίσης τό γουΐσκι, ὅπως καί τό κλῖμα τῶν Βρεταννικῶν νήσων. Καί σήμερον τό γουΐσκι –ἄντ-σόντα ἀρδεύει τάς Ἀγγλικάς Ἰνδίας, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἰθαγενῶν, οἱ ὁποῖοι ἁμιλλῶνται πρός τούς Ἄγγλους εἰς τά σχετικά ἀρδευτικά ἔργα, ὅσον δέν τάς ἀρδεύει ὁ ἱερός Γάγγης.
Τό συμπέρασμα εἶνε, ὅτι τό κλῖμα παίζει σπουδαιότατον ρόλον εἰς τόν νέον ἡδονισμόν. Ἰδίως, ὅταν παρακαλεῖται νά προσφέρῃ τήν εὐγενῆ του συνεργασίαν, τήν ὁποίαν δέν ἀρνεῖται ποτέ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ