Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Μαΐου 1918
Ἐάν δέν ἔχετε τήν συνήθειαν τῆς κουνουπιέρας, ἤ ἐάν δέν προέβητε ἀκόμη εἰς τήν ἐγκατάστασίν της, εἶμαι βέβαιος ὅτι ἕνα πρωί ἀπ’ αὐτά, καί πολύ πρίν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, κἄποιος ἀπρόσκλητος διάβολος θά σᾶς ὑπεχρέωσε νά ἀνοίξετε τά μάτια σας καί νά μήν τά ξανακλείσετε πλέον. Καί ὁ ἀπρόσκλητος αὐτός διάβολος εἶνε τό χαριτωμένον πτερωτόν, ποῦ ἄρχισε τήν ἔντονον καί δραστήριαν ζωήν του τώρα μέ τόν Μάϊον.
Δέν ὑπάρχει περισσότερον ὀρθρινή ὕπαρξις ἀπ’ αὐτήν. Ἐξυπνᾷ πρίν ἀπό τόν ἥλιον, πρίν ἀπό τόν πετεινόν καί πρίν ἀπό τήν πλέον μαύρην ἀνθρωπίνην φροντίδα. Τό ἀμυδρότερον φῶς τῆς γαργαλίζει τά φτερά της κατά τρόπον σατανικόν. Καί ἀπό τήν στιγμήν αὐτήν ἐννοεῖ ν’ ἀρχίσῃ τά ἐναέρια ὄργια τῆς μικρᾶς της ζωῆς. Οὐδείς φθόνος βέβαια δι’ ὅλα αὐτά! Καθένας εἶνε ἐλεύθερος νά κοιμᾶται ὅταν τοῦ ἀρέσῃ, νά ξυπνᾷ ὅποιαν ὥραν θέλει καί νά ζῇ τήν ζωήν του μέ τόν τρόπον τῆς ἀρεσκείας του. Ἀλλά κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά γίνεται ξυπνητῆρι τοῦ ἄλλου, χωρίς νά παρακληθῇ νά προσφέρῃ τήν ὑπηρεσίαν αὐτήν.
Μιά μυίγα ὅμως, μέσα εἰς τό δωμάτιόν σας, ἐννοεῖ καί καλά νά σᾶς ξυπνήσῃ τήν ὥραν πού ξυπνᾷ αὐτή. Διαφορετικά δέν ἐξηγεῖται ἡ διαγωγή της. Ἔρχεται καί κάθεται ἐπί τῆς μύτης σας. Μέ μίαν ἀσυνείδητον κίνησιν τοῦ χεριοῦ σας, τήν διώχνετε, χωρίς νά διακόψετε τόν ὕπνον σας. Πηγαίνει καί κολλᾷ εἰς τό μέτωπόν σας. Τήν ξαναδιώχνετε μέ τόν ἴδιον τρόπον. Κολλᾷ εἰς τό κλειστόν σας βλέφαρον. Τήν ἀπομακρύνετε. Χώνεται εἰς τά αὐτιά σας, τά ρουθούνια σας, τό στόμα σας. Ἀλλά, φυσικά, δέν ἠμπορεῖτε νά κοιμᾶσθε καί νά κάμνετε ταυτοχρόνως Σουηδικήν γυμναστικήν. Ξυπνᾶτε ἑπομένως, καί ξυπνᾶτε ὁριστικῶς. Ἡ καλή σας φίλη ἀποφασίζει τότε νά σᾶς ἀφήσῃ. Ἔκαμε πλέον τό καθῆκον της.
Ἀλλά τί σημαίνουν, παρακαλῶ, ὅλα αὐτά; Ποῖον συμφέρον ἔχει τό ἄτιμον πτερωτόν νά σᾶς χαλάσῃ τόν ὕπνον σας; Ποῖος τῆς εἶπεν ὅτι πρέπει ν’ ἀρχίσετε τήν ἐργασίαν σας ἀπό τά ἄγρια μεσάνυχτα; Ποῖος τήν ἐπληροφόρησεν ὅτι ἐχορτάσατε τόν ὕπνο σας; Ποῖος τῆς εἶπεν, ἐπί τέλους, νά σᾶς σημάνῃ τό ἐγερτήριον; Ἔχει ἀνάγκην ἀπό τήν πολύτιμον συντροφιάν σας; Ἀμφιβάλλω. Τῆς εἶσθε ἀπαραίτητος; Δέν τό πιστεύω; Τήν ἐνοχλεῖ τό ρουχαλητό σας; Τῆς πειράζετε τά νεῦρα; Αὐτό μᾶς ἔλειπε! Ἀλλά θά μοῦ παρατηρήσῃ κανείς, ὅτι ὅλη μου αὐτή ἡ φιλοσοφία εἶνε περιττή. Ἡ δυστυχισμένη ἡ μυίγα σταματᾶ ἁπλῶς μίαν στιγμήν ἐπάνω εἰς τήν ὕπαρξίν σας, διά νά ἀναπαυθῇ καί νά ξαναφύγῃ. Ὁμολογῶ, ὅτι ἡ λύσις αὐτή δέν μέ ἱκανοποιεῖ καθόλου. Τό μικρότερον δωμάτιον εἶνε κόσμος ὁλόκληρος διά μίαν μυίγαν. Ἔχει τραπέζια, καναπέδες, καρέκλες, ἔπιπλα, τοίχους διά ν’ ἀναπαυθοῦν ἑκατομμύρια μυῖγες ἐπάνω τους. Καί ἡ μυίγα τοῦ δωματίου σας εἶνε μία. Διατί ἡ προτίμησις αὐτή πρός τά ἔπιπλα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου; Ποῖα ἐξαιρετικά θέλγητρα ἠμπορεῖ νά ἔχῃ διά μίαν μυῖγαν ἡ μύτη μου, τό μέτωπόν μου, τό μάτι μου, τό αὐτί μου, ὥστε νά τῆς γίνωνται, κάθε ξημέρωμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁδός Σταδίου καί τό Πάρκον τοῦ Ζαππείου; Εἶνε τόσον ρωμαντικόν τάχα τό ἄτιμον αὐτό πλάσμα; Καί ἐπί τῶν ὑπωρειῶν τῆς μύτης μου ἐκτείνεται τάχα κανένα θαυμάσιον τοπεῖον, εἰς τοῦ ὁποίου τήν ἀπόλαυσιν ἐντρυφᾷ ἡ ποιητική ψυχή τῆς κυρίας αὐτῆς;
Ὅλα αὐτά μοῦ φαίνονται ἀπίθανα. Ἡ πιθανωτέρα ἐξήγησις εἶνε, ὅτι πρόκειται περί τῆς μετεμψυχώσεως. Κάθε μυίγα εἶνε καί μία ἐνσάρκωσις τρυφερᾶς συντρόφου, ἐπανερχομένης εἰς τήν ζωήν ἀπό τούς κόλπους τῆς αἰωνιότητος. Ἄλλη ἐξήγησις δέν χωρεῖ.
Καί μήπως περιορίζεται μόνον νά σᾶς χαλάσῃ τόν ὕπνον σας; Παρακολουθεῖ ὅλην σας τήν ἡμέραν καί ἐννοεῖ νά σᾶς συντροφέψῃ εἰς τήν ἐργασίαν σας, εἰς τήν μελέτην σας, εἰς τό γεῦμά σας, εἰς τήν σκέψιν σας. Τήν βρίσκετε νά περιδιαβάζῃ ἐπάνω εἰς τό βιβλίον σας, εἰς τό χειρόγραφόν σας, εἰς τό πιάτο σας. Νά παρεντίθεται μεταξύ δύο φιλημάτων σας. Καί, ἐπί τέλους, ὡς τρομερά ἐρωμένη, ἔρχεται καί αὐτοκτονεῖ μέσα εἰς τό φλυτζάνι τοῦ καφέ σας. Τό ὀλιγώτερον, ποῦ ἔχετε νά πάθετε, εἶνε νά πετάξετε τόν καφέν σας. Συνηθέστατα ὅμως τόν καταπίνετε μαζῆ μέ τόν θλιβερόν νεκρόν. Ποῖος θά σᾶς σώσῃ ἀπό τήν πληγήν αὐτήν τοῦ Φαραώ; Ἐγώ τοὐλάχιστον, μετά τήν πρώτην μυίγαν ποῦ κατέπια μαζῆ μέ τό πρωινόν μου ρόφημα, ἐπῆγα κ’ ἐπρομηθεύθην μίαν μυιγοπαγίδα. Καί τήν ἅπλωσα ἐπάνω εἰς τό γραφεῖόν μου. Ἡ ὑπηρέτριά μου ὅμως, ἐπάνω εἰς τήν συμφοράν τῆς τακτοποιήσεως, ἐσήκωσε τό μυιγόχαρτον ἀπό τό γραφεῖον, τό ἀκούμπησε, μέ διακόσια πτώματα, ἐπάνω εἰς ἕνα κάθισμα καί τό ἐξέχασεν ἐκεῖ. Σήμερον τό πρωί ἐκάθισα ἀνύποπτος ἐπάνω μέ τό λινό μου πανταλόνι. Καί ἐσηκώθηκα… Τήν συνέχειαν παρακαλῶ νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά τήν παραλείψω.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ