Ἕνας ἐρασιτέχνης ψαρᾶς, ὅπως αὐτοτιτλοφορεῖται, συνεκινήθη ἀπό ὅσα ἔλεγα προχθές περί τῆς μαρίδας τοῦ Φαλήρου, καί μοῦ γράφει:
«Τό χρονογράφημά σας εἶνε ἡ συνοπτική ἐκδήλωσις τῆς ἀγανακτήσεως ὅλων ἐκείνων, ποῦ, ὅπως ἐγώ, ἔχουν ἀντιληφθῇ τήν τεραστίαν καταστροφήν, ἡ ὁποία γίνεται εἰς τόν πλοῦτον αὐτόν τοῦ τόπου μας, τόν λεγόμενον: Ψάρια. Ψάχνοντας μέρα-νύχτα τήν θάλασσαν τοῦ Σαρωνικοῦ, ἀπό τῇς Φλέβες ὥς τά Περιστέρια, συνήντησα, δυστυχῶς, ὅλων τῶν εἰδῶν τήν ἀπηγορευμένην ἀδείαν, τήν ὁποίαν ὑπαινίσσεστε. Ἐθαύμασα, σκυμμένος ὧρες στό γυαλί, τά μυστήρια τῶν βυθῶν, ἀντήλλαξα τήν κούρασιν τῆς βιοπάλης μέ τόν ἀναπαυτικόν κόπον τοῦ ψαρᾶ, εἶδα ἀρκετά καλά ὅλα τά ἀφάνταστα μέσα τῆς καταστροφῆς. Καί μόνον ψάρια δέν εἶδα, μόνον μέθοδον δέν εἶδα καί μόνον ἐνδιαφέρον δέν εἶδα ἀπό πουθενά διά τήν προϊοῦσαν αὐτήν καταστροφήν τῆς ἐνύδρου ζωῆς.»
Καί ὁ ἐρασιτέχνης ψαρᾶς μοῦ ζητεῖ νά ἀσχοληθῶμεν μαζῆ διά τήν ἐξεύρεσιν ἑνός τρόπου σωτηρίας. Ὡς πρακτικός ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς ἐπιστήμης του καί τῆς θέσεώς του, ἀσποστέργει, μοῦ λέγει, τάς θεωρητικᾶς λύσεις, τάς τόσον προσφιλεῖς εἰς τήν Ἑλλάδα, καί ζητεῖ μίαν πρακτικήν λύσιν. Ὄχι δηλαδή ὑψώσεις φώνων διά τοῦ Τύπου, ὄχι ὑπουργικάς ἐγκυκλίους, ὄχι ἐπιτροπάς, ὄχι σοφίαν τοῦ γραφείου, σταματῶσαν κατά κανόνα εἰς τό γραφεῖον τῆς διεκπεραιώσεως. Ὄχι «ἐγώ βαφτίζω καί μυρώνω, ἄρα ζήσῃ, ἄρα μή ζήσῃ».
Καί μοῦ ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν, τόν κατ’ ἐξοχήν αὐτόν τόπον τοῦ ραχατιοῦ, ὅπου, ἐν τούτοις, πολύ πρό τῆς εἰσβολῆς τῆς κουλτούρ, ἡ προστασία τοῦ βρεφικοῦ πληθυσμοῦ τῶν θαλασσῶν ἐγίνετο κατά τρόπον μεθοδικώτατον καί πρακτικώτατον. Οἱ ψαράδες δηλαδή ὑπεχρεώνοντο νά ἔχουν, εἰς ὡρισμένας ἐποχάς τοῦ ἔτους, δίχτυα ὡρισμένου διαμετρήματος καί νά πετοῦν, ζωντανά ἀκόμη, εἰς τήν θάλασσαν, ὅσα τυχόν νεογέννητα ψαράκια ἐτύχαινε νά πιασθοῦν εἰς τά δίχτυα τους. Διαφορετικά ἐκινδύνευαν νά χάσουν καί δίκτυα καί βάρκες, ἄν ἐπαρουσίαζαν τέτοια ψαράκια εἰς τήν ἀγοράν.
Ἐδῶ ἔχομεν χορτάσει, παρατηρεῖ, ἀπό ἀναγγελίας ὀργανώσεων ἰχθυοτροφικῶν ὑπηρεσιῶν. Καί βεβαίως μέν δέν ἠμπορεῖ νά περιμένῃ κανείς, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, τό τέλειον. Ἀλλά τοὐλάχιστον ἄς εἴχαμεν παύσει ν’ ἀκούωμεν τάς ἐκρήξεις τῆς δυναμίτιδος δύο μόνον μίλια ἀπό τήν Λειψοκουτάλαν, ὅπως τάς ἤκουσα ἐγώ πρό ὀλίγων μόλις ἡμερῶν. Ἀλλ’ οὔτε οἱ θαλάσσιοι δυναμισταί, ἡ χονδροειδεστέρα αὐτή ἐκδήλωσις τοῦ ἁλιευτικοῦ ἐγκλήματος, δέν κατωρθώθη ἀκόμη νά ἐκλείψουν. Καί ὅμως θά ἔφθανε μερικοί ἄνθρωποι τῆς Ἐξουσίας νά πάρουν μιά κοινή βαρκοῦλα, ὄχι ἀτμακάτους καί φούμαρα, καί ὑπό ἀπόλυτον ἰνκόνιτο νά γυρίσουν, ὡς ἐρασιτέχναι ψαράδες, τά κοντινώτερα τοὐλάχιστον παράλια. Ἔτσι θά ἐσυγχρωτίζοννο καί θά ἐκαλημερίζοντο μέ ὅλους τούς καταστροφεῖς, θά ἔβλεπαν τάς μεθόδους των καί, μά τόν Θεόν, θά ἦσαν πολύ ἀνίκανοι, ἄν δέν τούς παρουσιάζετο αὐτομάτως ἡ λύσις τοῦ προβλήματος.
Δέν πρόκειται, προσθέτει, νά βγάλῃ καί εἷς μίαν διαταγήν ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ ἁλιεία μέ δίχτυα αὐτῆς ἤ ἐκείνης τῆς πυκνότητος. Ἡ ψιλή τράτα, ποῦ καταστρέφει αὐτήν τήν ἐποχήν τά βρέφη τοῦ Φαλήρου, εἶνε ἀρίστη διά τό φθινόπωρον, πού βράζει ἡ σαρδέλλα εἰς τόν Κάνθαρον. Δέν χρειάζονται λοιπόν γενικαί ἀπαγορευτικαί διατάξεις στό χαρτί. Χρειάζεται ἐξαναγκασμός τῶν ψαράδων νά ψαρεύουν ἑκάστοτε, ὅπως ἐπιτρέπεται, καί ὄχι ὅπως τούς εἶνε εὐκολώτερον. Τά ἄλλα θά ἔλθουν μόνα τους.
Ὅπως βλέπετε, ὁ ἐπιστολογράφος μου διηγεῖται γεγονότα, ὅπως θά ἔλεγαν οἱ Ἄγγλοι, καί γνωρίζει τί ζητεῖ καί τί πρέπει νά γείνῃ. Ἔχομεν λοιπόν καθῆκον νά τόν ἀκούσωμεν καί νά τόν προσέξωμεν. Ἀντί νόμων καί διαταγμάτων καί ἀπαγορεύσεων, ζητεῖ μίαν, ἔστω καί μερικήν, ἀλλά ἄμεσον καί τσουχτερήν, ἐφαρμογήν μέρους μόνον τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων ἀστυνομικῶν καί λιμενικῶν διατάξεων. Καί προσθέτει τά ἑξῆς σοφώτατα:
«Ξέρω ἀπ’ τή δουλειά μου ὅτι, ὅπου ὅλοι παραβαίνουν τό καθῆκόν τους, ἀντί νά τούς τό ὑπενθυμίσετε δι’ ἐγκυκλίου, καλλίτερα ν’ ἁρπάξετε δύο-τρεῖς, τούς προχειροτέρους, καί νά τούς κάμετε νά πληρώσουν γιά ὅλους τούς ἄλλους, μέ σχετικήν ἐπιείκειαν, ἀλλά μέ ἀρκοῦσαν αὐστηρότητα. Δέν ὑπάρχει ἐγκύκλιος, ταχύτερα μεταδιδομένη, ἀπό τήν ἀναγγελίαν μιᾶς σχετικῆς τιμωρίας.»
Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά προσθέσω τίποτα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ