Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 13 Ἀπριλίου 1918
Ἡ «Φλωρεντινή Τραγῳδία» ἐπαίχθη προχθές εἰς τό φυσικόν. Ἰδού κἄτι τι, τό ὁποῖον κατ’ ἀρχήν δέν θά ἐπέτρεπε ποτέ ὁ συγγραφεύς της! Διότι εἶναι γνωστή ἡ θεωρία τοῦ Ὀσκάρ Οὐάϊλδ περί τῆς ὑπεροχῆς τῆς Τέχνης ἐπί τῆς Φύσεως, θεωρία τήν ὁποίαν δέν ἐκουράσθη ποτέ νά διακηρύττῃ. Ὅταν ἀκόμη ἡ Ἀγγλική Κριτική ἔκαμνε τήν γνωστήν κακήν ὑποδοχήν εἰς τό «Πορτραῖτο τοῦ Ντόριαν Γκρέϋ» –τό ὁποῖον, εἰς τό πεῖσμα τῆς Κριτικῆς δέν ἔπαυσε νά εἶνε ἕνα ἀριστούργημα– ὁ κατατρεγμένος συγγραφεύς ἐξαπέλυε διαφόρους ἐπιστολάς πρός τούς διευθυντάς τῶν ἐφημερίδων […] διά νά ὑποστηρίξῃ ἀκόμη μίαν φοράν τήν παραδοξοφανῆ θεωρίαν του.
– Τά πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματός σου δέν ὑπάρχουν εἰς τήν ζωήν –τοῦ ἔλεγαν οἱ κριτικοί.
– Μά, ἐάν ὑπῆρχαν εἰς τήν ζωήν, εὐλογημένοι –τούς ἀπαντοῦσεν ἐκεῖνος– θά ἦτο περιττόν νά τά δημιουργήσω ἐγώ.
Ἐν τούτοις, ὁ Ἀθηναῖος θιασάρχης Χρῆστος Γεωργιάδης, ἡ σύζυγός του κ. Φωφώ Γεωργιάδου καί ὁ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως δυστυχής καί πλούσιος νέος Ἀθανάσιος Σταυριανάκης ἐβάλθηκαν ν’ ἀντικρούσουν τήν θεωρίαν τοῦ Ὀσκάρ Οὐάϊλδ. Ἐβάλθηκαν ν’ ἀποδείξουν δηλαδή, ὅτι ἡ Φύσις εἶνε ἀνωτέρα ἀπό τήν Τέχνην. Καί εἴδαμεν τό ἀποτέλεσμα, ἕνα ἀποτέλεσμα τό ὅποῖον […] τήν ἐνίσχυσεν. Ἀπό τό ἐνσαρκωθέν δρᾶμα δέν ἐκέρδισε τίποτε οὔτε ἡ ζωή καί ἡ ὡραιότης τῆς ζωῆς, οὔτε ἡ Τέχνη καί ἡ ὡραιότης τῆς Τέχνης. Ὁ ἠθοποιός Γεωργιάδης, ὁ ὁποῖος ἀφῆκε τάς δοκιμάς τῆς «Φλωρεντινῆς Τραγῳδίας» καί ἐπῆγε νά ζωντανέψῃ τό ἔργον τοῦ ποιητοῦ εἰς τό πεζοδρόμιον τῆς ὁδοῦ Ἱπποκράτους, ὑπέστη μίαν οἰκτράν ἀποτυχίαν.
Διά νά πεισθῶμεν περί τῆς ἀποτυχίας τοῦ πειράματος δέν ἔχομεν παρά νά συγκρίνωμεν τό ἔργον τῆς τέχνης πρός τό ἀντίγραφόν του εἰς τήν ζωήν. Ὁ παλαιός ἐκεῖνος Σιμόνε, ὁ σύζυγος τῆς ὡραίας Μπιάνκας, ὅταν εὑρῆκεν εἰς τό φτωχικό του τό ἀρχοντόπουλο, ποῦ μαζῆ μέ τά σπάνια μεταξωτά του καί τά βαρύτιμα κεντήματα εἶχεν ἔλθει νά διαπραγματευθῇ καί τήν γυναῖκά του, δέν ἔχασε καθόλου τήν ψυχραιμίαν του, ὅπως ἔκαμνεν, ἄλλως τε, μέχρι τινός καί ὁ Ἀθηναῖος θιασάρχης καί σύζυγος. Καί ἔφθασε στιγμή ποῦ ἐνόμιζε κανείς ὅτι ὁ παλαιός Σιμόνε ἦτον ἕτοιμος νά διαπραγματευθῇ μέ τόν γενναιόδωρον Πριγκηβάλη καί τό ζωντανόν του ἀριστούργημα, ὅπως τό εἶχα κάμει ἤδη, διά νά τηρηθοῦν αἱ ἀναλογίαι, καί ὁ νεός Σιμόνε. […] Τά παράθυρα ἔξαφνα ἐκλείσθησαν, ὁ λύχνος ἐσβύσθη, τά ξίφη διεσταυρώθησαν καί ὁ παλαιός Πριγκηβάλης ἐπλήρωσε μέ τό αἷμά του τό σπάνιον ζωντανόν ἐμπόρευμα, χωρίς νά τό ἀποκτήσῃ, ὅπως ὁ εὐτυχέστερός του νέος Πριγκηβάλης. […]
– Σιμόνε, δέν τόν ἤξευρα πῶς εἶσαι τόσον γενναῖος.
– Μπιάνκα, δέν τό ἤξευρα πῶς εἶσαι τόσον ὡραία.
Αὐτό εἶνε τό ἔργον τῆς Τέχνης. Ἄς ἀντιμετωπίσωμεν τώρα καί τό ἔργον τῆς Ζωῆς. Μετά δεκαεπταετῆ ἀρκετά ἀνώμαλον βιομηχανικόν γάμον καί πεντάμηνον ζωντοχηρίαν, κατά τήν ὁποίαν ἔφαγε τήν συζυγικήν ποίησιν μέ τό κουτάλι καί τήν ἐχώνευσε μακαρίως, ὁ νέος Σιμόνε εἶχε τήν κακοτυχίαν νά παρευρεθῇ εἰς τάς δοκιμάς τῆς «Φλωρεντινῆς Τραγῳδίας». Τό ἀποτέλεσμα ἦτο […] νά τοῦ διαταραχθῇ ἡ μακροχρονία χώνευσις τῆς τόσης ποιήσεως καί νά αἰσθανθῇ τήν ἀνάγκην τῆς ὡραίας χειρονομίας τοῦ Φλωρεντινοῦ ἥρωος, τήν στιγμήν ποῦ ὁ ἰδικός τουΠριγκηβάλης δέν εἶχε κανένα λόγον νά ξαναπληρώσῃ μέ τό αἷμα του ὅ,τι εἶχεν ἤδη ἀκριβοπληρώσει μέ τό χρῆμά του. Καί ὁ νέος Σιμόνε, μή ἔχων πλέον οὐδέ πῆχυν μεταξωτοῦ γιά πούλημα, ἐγέμισε μίαν πεζοτάτην κουμπούραν, ἐτράβηξε τήν ὁδόν Ἱπποκράτους, συνήντησε τόν νέον Πριγκηβάλην, φεύγοντα ἀνύποπτον ἀπό τήν ἀγκάλην τῆς Λευκῆς του […] καί τοῦ τήν ἄναψε! Κανένα παράθυρον δέν ἐκλείσθη, κανένα παλαιόν, ἱπποτικόν ξίφος δέν διεσταυρώθη, κανένας ἐναγκαλισμός δέν ἐπηκολούθησε. […]
– Φωφώ, δέν ἤξευρα, ὅτι εἶμαι τόσον ζηλιάρης.
– Χρῆστο, δέν ἤξευρα ὅτι εἶσαι τόσον παλῃάνθρωπος.
Ἀλλά οἱ χωροφύλακες ἔκλεισαν τήν αὐλαίαν, χωρίς ν’ ἀκούσωμεν τήν συνέχειαν.
Ἰδού λοιπόν ἡ Φύσις. Ἰδού καί ἡ Τέχνη. Ἡ πρώτη, καί ὅταν ἀντιγράφῃ ἀκόμη τήν δευτέραν, δέν εἶνε ἀξία νά δημιουργήσῃ ἕνα ἀριστούργημα. Δημιουργεῖ μίαν παρῳδίαν. […]. Ὁ Ὀσκάρ Οὐάϊλδ, ἄν εὑρίσκετο εἰς τήν ζωήν, θά εἶχε λόγους νά εἶνε ἐνθουσιασμένος μέ τόν Ἀθηναῖον θιασάρχην. Μέ μίαν ἀπελπιστικῶς καθυστερημένην κουμπούραν, ἐκπυρσοκροτήσασαν εἰς τήν ὁδόν Ἱπποκράτους, ἐπιστοποίησε πειραματικῶς τήν ἀλήθειαν τῆς θεωρίας του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ