Δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς μᾶς εἶχε «καρφωθεῖ» ἡ ἰδέα. Νομίζω τήν εἶχε φέρει πρός συζήτηση στήν παιδική συντροφιά ὁ Ἄγγελος.
Ἦταν τό «πειραχτῆρι», ἦταν ὁ πιό «ψαγμένος» τῆς παρέας. Καί ἡ ἰδέα του γιά νά πέσουμε στή θάλασσα «γιά τόν σταυρό» προκάλεσε περισυλλογή.
«Ρέ σεῖς, τά νερά εἶναι παγωμένα καί θά ξυλιάσουμε. Κανείς δέν κάνει μπάνιο τόν χειμῶνα» εἶπε ὁ Στέφανος, πού μέ τήν σκέψη καί μόνο τῆς βουτιᾶς εἶχε ἀρχίσει νά τουρτουρίζει.
– Τί λέτε; Ἐγώ ἔχω δεῖ στήν ἐφημερίδα τούς χειμερινούς κολυμβητές. Μέχρι καί Βασιλόπιττα κόβουνε στήν παραλία τοῦ Μπάτη! ἀντέτεινε ἡ Βάσω, τό κορίτσι τῆς συντροφιᾶς, πού ὅταν παίζαμε «Μικρό ἥρωα» ὑποδυόταν τήν Κατερίνα.
Τά βάλαμε κάτω καί ἄρχισε ἡ διαβούλευση. «Ποιός ἔχει κάνει ἄλλη φορά μπάνιο τόν χειμῶνα;». Κανείς, δυστυχῶς. Ἀκόμη καί στό μπάνιο πού μᾶς ἔκανε ἡ μάνα μας, στήν ξύλινη σκάφη, τό νερό πού μᾶς ἔριχνε μέ τό κατσαρολάκι ἦταν ζεστό.
«Νά κάνουμε πρόβες. Νά πλενόμαστε μέ κρύο νερό μέχρι τά Φῶτα»! ἦταν ἡ ἰδέα πού ἐπεκράτησε.
Ἡ μάνα ἀπόρησε καί μέ κοίταξε περίεργα. «Καλά, τί ἔπαθες παιδάκι μου; Ποῦ ξανακούστηκε νά πλένεσαι μέ νερό παγωμένο χειμωνιάτικα;» μέ ρώτησε καί ἄρχισε νά ρίχνει τό ζεστό νερό στό κεφάλι μου, ἀρνούμενη νά μέ ὑποβάλει στήν ἑκουσία δοκιμασία.
Στήν αὐλή μας ὑπῆρχε ἕνα κτίσμα, κάτι σάν χαγιάτι. Ἐκεῖ κατέφυγα, μέ ἕναν τενεκέ γεμᾶτο κρύο νερό. Πῆρα μαζί μου μία μεγάλη πετσέτα, γδύθηκα καί, μέ μιά κίνηση, ἄδειασα τό περιεχόμενο στό κεφάλι μου!
Αἰσθάνθηκα ὅτι μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνοή. Ἄρχισα νά τρέμω καί ἄκουσα τά δόντια μου νά κροταλίζουν! Ζαλισμένος, ἄρχισα νά σκουπίζομαι καί ἔτριβα τήν πετσέτα στό σῶμα μου, σέ μιά ἐνστικτώδη προσπάθεια νά ζεσταθῶ. Στέγνωσα, τρέμοντας, ντύθηκα, ἅπλωσα τήν πετσέτα σέ μία καρέκλα καί ἔφυγα γιά «τά ἀγγλικά».
Στήν τάξη τοῦ «Ἰνστιτούτου Ἀγγλικῆς», (πού δέν ἔκλεινε γιά 15 μέρες, ὅπως τό σχολεῖο), ἔνιωθα συνεχῶς κρύο νερό νά διαπερνᾶ τήν ραχοκοκαλιά μου. «Τί ἔχεις, παιδί μου; Τά χείλη σου εἶναι μελανά καί τά μάτια σου κόκκινα» εἶπε ἡ δασκάλα καί μέ πλησίασε. «Τίποτε κυρία, εἶμαι λίγο κρυωμένος» ἀπάντησα. Ἐκείνη, ὅμως, εἶχε ἤδη βάλει τήν παλάμη της στό μέτωπό μου.
– Τί λίγο κρυωμένος, παιδί μου; Ἐσύ ἔχεις πυρετό! Ἐσύ καίγεσαι! μοῦ εἶπε καί μοῦ ζήτησε νά πάω στό σπίτι…
Φορτώθηκα τήν σάκα μου καί πῆρα τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ μάνα μου εἶχε ἐνημερωθεῖ καί τό σπίτι μας ἦταν σέ πολύ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό σχολεῖο. Μέ ἔτριψαν μέ οἰνόπνευμα, ἤπια ἕνα παχύρρευστο σιρόπι καί βυθίστηκα… Τά Θεοφάνεια πέρασαν, ἡ παρέα δέν τόλμησε νά ἐπιχειρήσει τήν πολυπόθητη «βουτιά», τό βαρύ κρυολόγημα πέρασε, τό σχολεῖο ἄνοιξε, οἱ φίλοι μοῦ εὐχήθηκαν –μέ ἐμφανῆ δόση εἰρωνείας– «περαστικά», ἀλλά τό εἶχα ἀποφασίσει. Ἀπό τά 16 μου, ἔγινα χειμερινός κολυμβητής. Καί κρυολογῶ πλέον πολύ δύσκολα. Ὁ Θεός νά μᾶς ἔχει καλά καί τό 2019 θά συνεχίσουμε ἀκάθεκτοι. Στόν Πειραιᾶ, στά «Βοτσαλάκια»…