Δύο ρεπορτάζ μέ ἐντυπωσίασαν τόν τελευταῖο καιρό. Τό πρῶτο ἀφορᾶ στήν ὑποδοχή τῆς ὁποίας ἔτυχε ἀπό τό κοινό ἡ σειρά τοῦ Τάσου Ψαρρᾶ «Ἡ ζωή ἐν τάφω»…
… στήν ΕΡΤ καί τό δεύτερο στήν ἀπήχηση πού εἶχε σέ ἑκατοντάδες ἀναγνῶστες τό βιβλίο-αὐτοβιογραφία τοῦ «Ντάνου», πρωταγωνιστῆ τοῦ «Σαρβάιβορ»! Παρακολουθῶ τήν σειρά τῆς ΕΡΤ. Τό μυθιστόρημα τοῦ Μυριβήλη εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού διάβασα στά γυμνασιακά μου χρόνια. Τό εἶχα ἐντοπίσει στήν βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα μου καί ἦταν συγκλονιστικό.
Μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ μεταφορά του στήν τηλεόραση εἶναι ἐκεῖνο πού θά περίμενα. Εἶναι, ὡστόσο, μία ὄαση μέσα στήν μνημονιακή ἔρημο, κάτι διαφορετικό καί μέ ποιότητα, ἀπέναντι στήν φτήνια πού ἐπικρατεῖ στά ἄλλα κανάλια.
Δυστυχῶς, ἡ περίοδος πού διανύουμε ἔχει ταυτισθεῖ μέ τό «εὔκολο», τό «εὔπεπτο» καί τό «γρήγορο». Εἶναι, ὅμως, εὐχῆς ἔργο πού ἡ ΕΡΤ, ἡ δημόσια (ἡ δική μας δηλαδή) τηλεόραση μπορεῖ νά προχωρεῖ σέ παραγωγές χωρίς νά ὑποκύπτει σέ κάποιο ἀπό τά ἀνωτέρω «πρότυπα». Παραγωγές ὅπως «Ἡ ζωή ἐν τάφω» –παρά τίς λίγες ἀδυναμίες της– παρασάγγας ἀπέχουν ἀπό τίς σειρές τῶν ἰδιωτικῶν καναλιῶν. Κι ὅμως, ὅσο καί ἄν φαίνεται ἀπίθανο, εἶναι δύσκολο νά τίς ἀνταγωνιστοῦν!
Ὁ κόσμος ἔμαθε στήν φτήνια, ἔμαθε στήν εὐκολία, ἔμαθε στό «ἅρπα-κόλλα», ἔμαθε στήν ἐλαφρότητα, ἐθίζεται στήν ἡμιμάθεια, στήν γλωσσική πενία, στό φτηνό ἤ τό χονδροειδές, στήν «μαγκιά» καί τήν εὔκολη ἀναρρίχηση σέ ἀξιώματα, γιά τά ὁποῖα παλαιότερα ἔπρεπε νά ἔχεις λειώσει πανταλόνια στά θρανία καί ὄχι παπούτσια στούς δρόμους. Ὁ κόσμος προτιμᾶ νά δεῖ τά ἐλαφρά σήριαλ τῆς «καθημερινότητας», προτιμᾶ νά δεῖ κάποιες φθηνές ἐπιθεωρήσεις καί ὄχι «Τό θέατρο τῆς Δευτέρας» στήν ΕΡΤ, ὅπου ἐμφανίζονται μεγάλοι ἠθοποιοί σέ ἐξαίρετες ἑρμηνεῖες. Ἔτσι τόν ἔμαθαν καί ἴσως ἔτσι τοῦ ἐπέβαλαν νά σκέπτεται τά τελευταῖα χρόνια… Πολύ θά ἤθελα νά μήν ἀπογοητευθεῖ ἡ ΕΡΤ, καί νά κλείσει τά αὐτιά της στίς ὅποιες –ἴσως δικαιολογημένες σέ πολλά σημεῖα– κακές κριτικές γιά τήν «Ζωή ἐν τάφω». Ἡ δημόσια τηλεόραση ἔχει ὑποχρέωση νά εἶναι ποιοτική καί νά μήν ἐνδίδει στήν εὐκολία.
Πᾶμε τώρα στήν κοσμοσυρροή πού παρατηρήθηκε στήν παρουσίαση τῆς αὐτοβιογραφίας (;) τοῦ Γ. Ἀγγελόπουλου (πιό γνωστός εἶναι ὡς «ὁ Ντᾶνος τοῦ σαρβάιβορ»). Οὐδεμία ἔκπληξη μοῦ προκάλεσε καί καμμία διάθεση δέν ἔχω νά «σνομπάρω» τόν συγγραφέα. Εἶναι ἡ ἐποχή τέτοια καί ὅποιος μπορεῖ νά «πιάσει τήν καλή», ἐκμεταλλευόμενος τίς συγκυρίες, καλά κάνει. Ἐξ ἄλλου, τό ἀναγνωστικό κοινό τά τελευταῖα χρόνια στρέφεται σέ ἐκδόσεις ὅπως τοῦ Ντάνου. Ὅταν πηγαίνεις ἕνα βιβλίο σου σέ ἕναν ἐκδοτικό οἶκο, σέ ρωτοῦν κατ’ ἀρχήν «πόσες σελίδες εἶναι»! Μοῦ λένε, ἀκόμη, ὅτι οἱ κυρίες τῶν ὁποίων τά πονήματα «μοσχοπουλοῦν», εἶναι οἱ μόνες πού «ἔχουν πιάσει τό νόημα» καί μποροῦν νά γράψουν ὅσες σελίδες θέλει ὁ ἐκδότης!
Διότι, μή γελιόμαστε, τό βιβλίο στήν Ἑλλάδα δέν πουλάει! Καί τό μεγαλύτερο κοινό πού ἀγόραζε σοβαρά βιβλία, ἔχει φύγει στό ἐξωτερικό! Δικαίως «πουλάει» ὁ Ντᾶνος. Εἶναι ἐποχιακό φροῦτο καί ἔχει ἀρχή καί τέλος.