Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 23 Ἰουνίου 1918
Ἰδού λοιπόν ὅτι καί ἕνας διαρρήκτης ἠμπορεῖ νά ἔχῃ τήν ἰδεολογίαν του. Καί νά τήν διακηρύττῃ μεταξύ τοῦ τελευταίου χρηματοκιβωτίου, ποῦ διέρρηξε, καί τῆς αἰωνιότητος, τήν ὁποίαν παρεβίασεν ἐπίσης, ὡς νά ἦτο χρηματοκιβώτιον. Διότι ὁ ἀείμνηστος Μιλτιάδης Κονταξῆς, διπλωματοῦχος γεωπόνος, τελειοποιηθείς ἐν Εὐρώπῃ, κάτοχος τῆς Γαλλικῆς, Ἀγγλικῆς, Ἰταλικῆς καί Γερμανικῆς, καί διαρρήκτης, εἰς τάς ὥρας του, εὑρῆκεν ἕνα θάνατον σύμφωνον πρός τό τελευταῖον του ἐπάγγελμα. Ἕνα θάνατον δηλαδή ρήξεως.
Κυρίως ὅμως εἶχε τήν ἰδεολογίαν του. Ἐμίσει, ὅπως μᾶς ἐξομολογεῖται, τούς ἀναισθήτους πλουσίους, τούς ἐθεώρει σφετεριστάς τοῦ κοινοῦ πλούτου καί ἐφρόνει ὅτι τά ἀγαθά των, ὡς κοινόν κτῆμα, ἔπρεπε νά ἐπανέλθουν εἰς τήν ὁλότητα. Καί, ἀντί νά γράψῃ σύγγραμμα, νά κάμῃ διάλεξιν ἤ νά συστήσῃ σύλλογον πρός ἐφαρμογήν τῆς ἰδεολογίας του, ἤρχισε νά τήν ἐφαρμόζῃ ὁ ἴδιος. Δέν ἐφρόντιζε διά τόν ἑαυτόν του. Ἀπό τάς πεντακοσίας χιλιάδας, τάς ὁποίας ἔφερεν εἰς τόν δρόμον τοῦ Θεοῦ, τό μεγαλείτερον μέρος διετέθη πρός φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ἔτσι βεβαιώνει εἰς τήν ἐγκύκλιόν του πρός τό Κοινόν. Καί ὀφείλομεν νά πιστεύσωμεν ἕναν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ ἀπό τόν ἄμβωνα τοῦ τάφου του.
Τό βέβαιον εἶνε, ὅτι ὁ πρωτότυπος φιλόσοφος ἐβιάσθη κἄπως νά διαρρήξῃ τό κρανίον του, ἐνῷ ὑπῆρχον ἀκόμη τόσα χρηματοκιβώτια διά νά προηγηθοῦν τῆς κεφαλῆς του. Καί ἐξέλεξαν ἀκόμη μίαν κακήν στιγμήν, τήν στιγμήν ποῦ ἀξίζει, ἐπί τέλους, τόν κόπον νά εἶνε κανείς διαρρήκτης. Ἀλλ’ ὁ ἀτυχής αὐτός ἄνθρωπος, ὅπως ὁ παλαιός Δημοσθένης, δέν εἶχεν «ἴσην τῇ γνώμῃ τήν ρώμην». Ἦταν ἕνας μικρόψυχος. Καί ἡ φυλακή τόν ἐτρόμαξε καί πρό πάντων τόν ἀπεγοήτευσεν. Εἶδε τήν ἰδεολογίαν του ἀφοπλιζομένην. Ἐφαντάσθη τήν φυλακήν αἰωνίαν. Καί τί θά ἔκαμνε μέσα ἐκεῖ; Ἕνας μεταφυσικός ἰδεολόγος θά ἠμποροῦσε, βέβαια, νά καθίσῃ εἰς τήν φυλακήν του καί νά ἀναπτύξῃ ἐν ἀνέσει τό σύστημά του εἰς πολύτομον σύγγραμμα. Ἀλλ’ αὐτός ἦτον ἄνθρωπος τῆς δράσεως. Ἐπρέσβευε καί αὐτός, ὅπως πολλοί ἄλλοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ Πρᾶξις. Ὄχι ὁ Λόγος. Ἀλλά κανείς δέν τόν ἐβίαζε νά ἀνταλλάξῃ τό τρύπανον μέ τήν γραφίδα. Ἠμποροῦσε νά περιμένῃ. Καί, ἐπειδή ἡ θύρα μιᾶς φυλακῆς δέν εἶνε ἐπί τέλους χρηματοκιβώτιον, ἠμποροῦσε μίαν καλήν πρωίαν νά τήν ἀνοίξῃ εὐκολώτατα καί νά συνεχίσῃ τήν ἐφαρμογήν τῆς ἰδεολογίας του ἐκτός τῆς φυλακῆς.
Δι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν ὀνομάζω μικρόψυχον. Τόν ὀνομάζω ἀκόμη μικρόψυχον διά τήν μελοδραματικήν του μετάνοιαν. «Αὐτοκτονῶ, γράφει πρός τήν μητέρα του, διά νά ἐκπλύνω τό στίγμα τοῦ παρελθόντος μου.» Ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος, ποῦ ἔχει μίαν ἰδεολογίαν καί τήν ἐφαρμόζει τόσον ὑπερόχως, δέν τήν ἀπαρνεῖται ἀπό μίαν στιγμήν εἰς ἄλλην καί δέν κρημνίζει ἀστόργως ὅ,τι ἐπί ἔτη ὁλόκληρα ἐκοπίασε νά οἰκοδομήσῃ. Κατά τοῦτο ὡμοίασε μέ μερικούς ἀθέους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἐκοπίασαν ὅλην τους τήν ζωήν ἀρνούμενοι τήν Θεότητα, ἐγονάτισαν καί τήν ἐπροσκύνησαν τήν στιγμήν τοῦ θανάτου των, τήν στιγμήν δηλαδή ποῦ ἡ πίστις καί ἡ ἀπιστία ἀξίζουν ἡ μία τήν ἄλλην. Ἕνας ἄλλος, περισσότερον ἰσχυρός ἀπ’ αὐτόν, δέν θά ἐξέπιπτεν εἰς τό οἰκτρόν αὐτό σημεῖον τῆς μετανοίας. Θά ἐπερίμενε τούς δικαστάς του διά νά τούς ἐξακοντίσῃ κατά πρόσωπον τήν λαμπράν θεωρίαν του, θά διεξεδίκει τούς τίτλους του ἐπί τῆς φιλανθρωπίας. Καί, ἄν ἐπρόκειτο νά βαδίσῃ καί πρός τήν λαιμητόμον, θά ἐβάδιζε μέ σταθερόν καί ὑπερήφανον βῆμα. Ἔτσι κάμνουν οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν μίαν ἰδεολογίαν, ἔστω καί ἰδεολογίαν διαρρήκτου.
Ἴσως ὅμως δέν πρέπει νά ἀδικήσωμεν ἀπολύτως τόν θλιβερόν νεκρόν. Μέσα εἰς ὅλην του τήν ἱστορίαν ὑπάρχει μία Σεβαστή. Ὑπάρχει μία τρυφερά ὕπαρξις, ἡ ὁποία ἐπιφορτίζεται μάλιστα νά φέρῃ τόν τελευταῖον ἀσπασμόν τοῦ υἱοῦ πρός τήν μητέρα. Ὑπάρχει ὁ ἔρως. Καί ὁ ἔρως, ὄχι μόνον μέσα εἰς καρδίαν διαρρήκτου, ἀλλά καί εἰς κάθε καρδίαν, δέν εἶνε ποτέ ἕνας καλός σύμβουλος ἐνώπιον τῶν μεγάλων καί κρισίμων ἀποφάσεων. Ὁ δυστυχής αὐτός Κονταξῆς ἔζησεν ὡς διαρρήκτης καί ἀπέθανεν ὡς ρωμαντικός μαθητής τοῦ Γυμνασίου. Ὁ Θεός νά τόν συγχωρήσῃ!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ