Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 8 Σεπτεμβρίου 1918
Γύρω ἀπό ἕνα τραπεζάκι παραλιακοῦ καφενείου συνήντησα τρεῖς ἀνθρώπους καταγινομένους νά καταβροχθίσουν ἕνα τέταρτον. Ὁ τέταρτος αὐτός ἦταν ἕνας ἀπών. Μέ προσεκάλεσαν κ’ ἐμένα νά λάβω μέρος εἰς τό καννιβαλικόν των γεῦμα καί, μολονότι ἤμουν φαγωμένος, ἐδέχθην καί παρεκάθισα.
– Τί ἠλίθιος! Δέν φαντάζεσαι!
– Ἐμένα θά μοῦ πῇς;
– Ξέρεις τί γκάφες ἔχει κάμει ὁ Χριστιανός;
– Μόνον γκάφες;
Καί ἤρχισαν νά διηγοῦνται ἱστορίας, ἀνέκδοτα, ἐπεισόδια, χωρίς τέλος, εἰς βάρος τοῦ δυστυχοῦς ἀνθρώπου. Καθένας ἔσπευδε νά προσφέρῃ τήν συμβολήν του, μέ μοναδικόν ζῆλον, διά τήν συγγραφήν τῆς ἀνεκδοτικῆς βιογραφίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀπεδεικνύετο τρανῶς, δέν εἶχε γεννηθῇ παρά διά νά διαπράττῃ ἀνοησίας. Τήν πρώτην του ἀνοησίαν τήν εἶχε διαπράξῃ τήν στιγμήν ποῦ εἶχε γεννηθῇ -ἀνεφέρθη καί αὐτή- καί τήν τελευταίαν ἔμελλε νά τήν διαπράξῃ τήν στιγμήν πού θά ἀπέθνησκεν.
– Καί ἡ φιλαργυρία του τί σοῦ λέει;
– Ἄ! αὐτή εἶνε ἄλλο πρᾶγμα. Σάϋλωκ σωστός, φίλε μου. Γιά μιά πεντάρα μπορεῖ νά κρεμάσῃ τόν πατέρα του.
– Μονάχα τόν πατέρα του;
– Τί τά θέλετε, κύριοι; Εἶνε ὁ βδελυρώτερος φιλάργυρος, ποῦ εἶδαν τά μάτια μου.
Καί νέα ἀνέκδοτα, νέα δοκουμέντα, νέες ἱστορίες, χωρίς τέλος. Βαθμηδόν ἀπεδείχθη ὅτι εἰς τήν ὑφήλιον ὁλόκληρον δέν ὑπῆρχε δεύτερος φιλάργυρος ὡσάν αὐτόν καί μεγαλείτερον βδέλυγμα ἀπ’ αὐτόν.
– Ἀλλά, πρό παντῶν, εἶνε πρόστυχος ὁ ἄθλιος. Ὅλα του ὑποφέρονται, ἀλλ’ ἡ προστυχιά του εἶνε ἀνυπόφορη.
– Καί νά σκέπτεται κανείς ὅτι ἔμεινε καί στήν Εὐρώπη.
– Τί νά τοῦ κάνῃ ἡ Εὐρώπη, φίλε μου; Μήπως τά Εὐρωπαϊκά γουρούνια εἶνε εὐγενέστερα ἀπό τά Ἑλληνικά; Αὐτός εἶνε πρόστυχος ἐκ γενετῆς, ἐξ ἰδιοσυγκρασίας, ἐξ αἵματος.
Καί πρός ἐπίρρωσιν τῶν λεχθέντων οἱ τρεῖς ἀνθρωποφάγοι ἐπεκαλέσθησαν ὅλα τά ἀπ’ αἰῶνος ἀηδῆ ἀνέκδοτα διά νά τά φορτώσουν εἰς βάρος του. Τόν ἐκύλισαν εἰς τήν λάσπην ἀπό ὅλας τάς πλευράς. Τόν ἔκαμαν σίχαμα τῶν σιχαμάτων.
Ἀφοῦ ἐτελείωσαν τοιουτοτρόπως τό γεῦμά των, ἐκυττάχθησαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον καί ἐσιώπησαν πρός στιγμήν, ὡς νά ἤθελαν νά χωνέψουν μέ τήν ἡσυχίαν τους. Ἔξαφνα ὁ πρῶτος διέκοψε τήν σιωπήν:
– Καλός ἄνθρωπος ὅμως…
– Ὅσο γι’ αὐτό, πολύ καλός, πράγματι! εἶπεν ὁ δεύτερος.
– Ποῖος λέει ὄχι; Καλός ἄνθρωπος, χρυσός…
Καί συνεφώνησαν καί οἱ τρεῖς μέ μίαν παραδειγματικήν ἀγαθότητα.
– Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί, κύριοι! τούς εἶπα. Μετά δύο λεπτά πρόκειται νά σᾶς ἀφήσω. Σᾶς δίδω τό δικαίωμα νά μέ κρίνετε, ὡς ἀδέκαστεοι καί ἀμερόληπτοι κριταί. Σᾶς ἱκετεύω μόνον νά μέ ἀπαλλάξετε ἀπό τό τελευταῖον κατάπλασμα, μέ τό ὁποῖον ἐπεριποιήθητε τόν φίλον σας. Εἶνε τόσον περιττόν…
Καί ἔφυγα, χωρίς νά εἶμαι βέβαιος ὅτι θά εἰσακουσθῶ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ