«Οἱ συγκεκριμένοι ἀστυνομικοί ἐπέλεξαν τήν αὐτοδικία γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἕνα πρόβλημα πού, κατά τήν ἄποψή τους, τό κράτος δέν εἶχε ἐπιλύσει ἀρκετά γρήγορα, στέλνοντας τό μήνυμα ὅτι ὁποιοσδήποτε ἀντιμετωπίζει προβλήματα καί δέν βρίσκει ἄμεση λύση ἀπό τό κράτος, πρέπει νά πάρει τά πράγματα, ἴσως ἀκόμα καί παρανομῶντας, στά χέρια του.
Καί φυσικά νά μήν παραλείψει νά φωτογραφίσει καί νά βιντεοσκοπήσει τήν πράξη του! Τί μᾶς λένε οἱ ἀστυνομικοί πού ἤθελαν “φωτό” ἀπό τή δράση τους; Ἀφοῦ ἡ πολιτεία δέν φτιάχνει τή λακκούβα, θά τή φτιάξουμε μόνοι μας. Ἀναρωτιέμαι, ὅμως, μιά πράξη “αὐτοδικίας” μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μία πράξη εὐθύνης; Καί μάλιστα ἀπό ἔνστολους δημόσιους λειτουργούς; Ὅταν οἱ ἀστυνομικοί κλείνουν λακκοῦβες μέ φτυάρια, πρόχειρα καί αὐθαίρετα καί χωρίς καμία σήμανση στό ὁδικό δίκτυο, οἱ πολῖτες, θύματα ληστείας, τί πρέπει νά κάνουν; Νά πάρουν καί αὐτοί τό “φτυάρι” στά χέρια τους;»
Τό ἀνωτέρω κείμενο εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας! Ἡ πατρότης του ἀνήκει στόν περιφερειάρχη Νοτίου Αἰγαίου καί ἀπευθύνεται σέ δύο ἀστυνομικούς τῆς Κῶ, οἱ ὁποῖοι γέμισαν μέ τσιμέντο μιά ἐπικίνδυνη λακκούβα σέ ἕναν δρόμο τοῦ νησιοῦ, ἡ ὁποία –ὀρθάνοιχτη– ἔθετε σέ κίνδυνο τούς ὁδηγούς καί τά αὐτοκίνητά τους!
Μά, τί λέτε, ἀγαπητέ ἄρχοντα; Ἐμεῖς ἐδῶ, στήν ὁδό Σχιστῆς, στόν Πειραιᾶ, πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀποφασίσει τό κράτος ἄν εἶναι ἤ ὄχι πεζόδρομος, κάθε τόσο κλείνουμε λακκοῦβες μέ τσιμέντο!
Δηλαδή τί θά κάνουμε ἀφοῦ οἱ ἁρμόδιοι δέν μᾶς δίνουν σημασία; Θά σκοτωθοῦμε; θά πληρώνουμε κάθε χρόνο καινούργια ἀμορτισέρ; Θά βλασφημοῦμε τά θεῖα κάθε τρεῖς καί λίγο πού θά πέφτουμε στίς λακκοῦβες; Φυσικά καί θά πάρουμε τό φτυάρι! Φυσικά καί θά «αὐτοδικήσουμε». Καί ἄν «αὐτοδικοῦσαν» ὅλοι, κύριε Περιφερειάρχα, θά ἦταν πολύ καλύτερες οἱ γειτονιές, οἱ Δῆμοι, οἱ δρόμοι, οἱ παραλίες καί ὅλα ἐκεῖνα τά σημεῖα γιά τά ὁποῖα ἐσεῖς, οἱ «αἱρετοί», ἀδιαφορεῖτε καί ἐμεῖς, οἱ ἐρέτες, τραβᾶμε κουπί γιά νά ἔχουμε μία κάπως πιό νοικοκυρεμένη ζωή.
Τό σπίτι πού μένουμε καί πού τό φτιάξαμε μέ ὅσες οἰκονομίες μᾶς ἄφησαν οἱ γονεῖς μας, ἦταν ἕνα παλιό κτίσμα, πού τό ἀγοράσαμε ἐρείπιο. Μέ τόν σεισμό τοῦ 1999 σχεδόν κατέρρευσε καί ἦταν ἐπικίνδυνο γιά τά γειτονικά σπίτια, ἄν ἔπεφτε καί τό ὑπόλοιπο. Προσέφυγα, τότε, στήν Νομαρχία, ἡ ὁποία τό εἶχε χαρακτηρίσει «κόκκινο» καί ζήτησα νά τό κατεδαφίσουν, ἀφοῦ οἱ γείτονες, μέ τῶν ὁποίων τά σπίτια εἶχε ἐπαφή τό δικό μας ἀκίνητο, ἐξέφραζαν φόβους γιά «μεγάλη ζημιά». Ἐπί δύο μῆνες, οὐδείς εἶχε συγκινηθεῖ. Κι ἔτσι, μιά ἡμέρα, προσέφυγα στήν «Αὐτοδικία». Πῆρα ἕναν φίλο μου ἐργολάβο, μέ εἰδικότητα στίς κατεδαφίσεις, καί παίξαμε τήν ταινία τοῦ Παντελῆ Βούλγαρη, δηλαδή τήν σκηνή πού ὁ Γιῶργος Ἀρμένης φωνάζει τό θρυλικό, πλέον, «Ἠλία, ρίχ’ το!»…
Ἀπόγευμα ἄρχισε ἡ κατεδάφιση καί σέ δύο ὧρες εἴχαμε τελειώσει! «Αὐτοδικία», ἀσφαλῶς, ἀλλά γλυτώσαμε ἀπό τά χειρότερα καί ἀργότερα φτιάξαμε τό δικό μας «κεραμίδι». Τό ἴδιο κάναμε καί πρό τριμήνου, περίπου, ὅταν κλαδέψαμε τίς παραφυάδες τοῦ εὐκαλύπτου πού εἶχε σχεδόν σκεπάσει τήν μικρή μας πλατειούλα, στήν στάση τοῦ τρόλλεϋ. Ἡ ὑπηρεσία «πρασίνου» τοῦ Δήμου ἀργοῦσε καί μέ ἕνα καλό πριόνι καθαρίσαμε τό δένδρο. Μέ ὀλίγη «αὐτοδικία», κύριε περιφερειάρχα, δέν θά ξανασκοντάψει καμμία ἡλικιωμένη κυρία, πού τρέχει νά προλάβει τό τρόλλεϋ, τό ὁποῖο περνᾶ ἀπό τήν Καστέλλα, ὅποτε τοῦ καπνίσει!