Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Αὐγούστου 1918
Ἡ Κυρία ἦτον ἀπαρηγόρητη.
– Μήν τά ρωτᾶτε, φίλε μου. Ἔχασα τήν καλλίτερή μου ὑπηρέτρια. Ἕνα καλό πρωΐ μέ ἄφησε στά κρύα τοῦ λουτροῦ καί, ὕστερ’ ἀπό δέκα χρόνια, ποῦ ἔμεινε μαζῆ μου, ἔφυγε γιά τήν πατρίδα της.
– Ὁ λόγος;
– Ὁ λόγος, καθώς θά ἰδῆτε, παρουσιάσθη κατόπιν. Ὅταν ἔφυγε, μοῦ εἶπε ἁπλῶς, ὅτι ὁ πατέρας της τῆς εἶχε γράψει νά γυρίσῃ μέ πρώτη εὐκαιρία, στό χωριό. Καλά-καλά, κι’ αὐτή δέν ἤξερε γιατί. […] Χθές εἶχα γράμμα της…
Ἡ κυρία μοῦ παρουσίασε τό ἀποκαλυπτικόν γράμμα. Ἡ πτωχή κόρη κατ’ ἀρχάς ἐκφράζει ὅλην τήν λύπην της, ποῦ ἄφησεν ἕνα σπίτι, ἀπό τό ὁποῖον ἐπί δέκα χρόνια δέν εἶχε τό παραμικρότερον παραπόνον. Καί κατόπιν ἐξηγεῖ τόν πραγματικόν λόγον τῆς ἀνταρσίας της. Ἀλλ’ εἰς τό σημεῖον αὐτό προτιμῶ νά ἀντιγράψω τήν σχετικήν περικοπήν τῆς ἁπλοϊκῆς ἐπιστολῆς, χωρίς νά παραλλάξω τίποτε ἀπό τό χαριτωμένον κείμενον:
«Δέν μπορῶ νά σᾶς γελάσω, καλή μου κυρία. Ὁ λόγος ποῦ ἔφυγα ἀπό τό σπίτι σας, δέν ἤτανε αὐτός ποῦ σᾶς εἶπα. Ὁ λόγος ἤτανε, γιατί φοβήθηκα μήπως μέ ἀναγκάσετε νά πάω στήν Ἀστυνομία νά μέ γράψουνε. Γιατί ἔμαθα ὅτι πολλές κυρίες ἐστείλανε τῇς δικές τους μέ τό στανιό. Καί λένε πῶς ἐκεῖ τῇς ἐξετάζει ὁ γιατρός ἄν εἶνε τίμιες καί τούς κολλᾶνε τῇς φωτογραφίες τους στά τμήματα μαζῆ μέ τούς λωποδύτες. Ἐγώ εἶμαι ἕνα φτωχό κορίτσι, κυρία μου, καί μέ τήν τιμήν μου περιμένω νά ζήσω. Μέ τί μοῦτρα λοιπόν θά παρουσιασθῶ στή κοινωνία καί μέ τί ὑπόληψι θά ζήσω, μιά φορά καί μέ σύρουνε στήν Ἀστυνομία σάν ἐκεῖνες τῇς παστρικές; Καλλίτερα ν’ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νά μέ καταπιῇ, παρά τέτοιο πρᾶμμα. Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά μέ συγχωρήσετε, κυρία μου, γιά τό κίνημα ποῦ ἔκανα καί νά μή μέ παρεξηγήσετε.»
– Σημειῶστε, μοῦ εἶπεν ἡ φίλη κυρία, ἀφοῦ ἀντέγραψα τήν σχετικήν περικοπήν, ὅτι δέν εἶμαι μονάχα ἐγώ ποῦ τήν ἔπαθα. Πολλές φίλες μου βρίσκονται στήν ἴδια δυσάρεστη θέσι. Ἡ καλλίτερές τους ὑπηρέτριες τῇς ἄφηκαν κ’ ἔφυγαν, ἄλλη μέ τή μιά πρόφασι κι’ ἄλλη μέ τήν ἄλλη. Τό γεγονός εἶνε ὅτι ἡ τελευταία ἀστυνομική διάταξις ἐδημιούργησεν ἕνα πραγματικόν πανικόν εἰς τάς τάξεις τῶν ὑπηρετριών. Καί σᾶς βεβαιῶ ὅτι τό πρᾶγμα ἀρχίζει νά γίνεται σοβαρόν γιά τῇς οἰκογένειες.
Προφανῶς εὑρισκόμεθα ἐμπρός εἰς μίαν μεγάλην παρεξήγησιν, ὅπως φαίνεται ἀπό ὅσα προανέφερα. Ἡ πρόσκλησις τῶν ὑπηρετριῶν εἰς τήν Διεύθυνσιν τῆς Ἀστυνομίας ἐγέννησε μίαν λεζάντ. Τά πτωχά πλάσματα ἐφαντάσθησαν ὅτι εἰς τήν Ἀστυνομίαν πρόκειται νά βαθμομετρηθῇ ἡ ἀθωότης των, νά τιμολογηθῇ ἡ ἠθική των, νά σφραγισθῇ ἡ ὕπαρξίς των καί νά τοιχοκολληθῇ ἡ φωτογραφία των εἰς αἰώνιον ὄνειδος.
Βεβαίως αὐτό δέν εἶνε τό πνεῦμα τοῦ ἀστυνομικοῦ μέτρου, ἑνός μέτρου […] Ἀλλά νομίζω ὅτι καί ἡ παρεξήγησις δέν εἶνε ὁλόκληρη εἰς βάρος τῶν πτωχῶν αὐτῶν καί κουτῶν πλασμάτων. Ὅ,τι γίνεται ἀλλοῦ δέν ἠμπορεῖ, δυστυχῶς, νά γείνῃ κ’ ἐδῶ ἐντελῶς μέ τόν ἴδιον τρόπον. Ἀλλοῦ μία γυναίκα, καλούμενη νά παρουσιασθῇ εἰς τήν Ἀστυνομίαν δι’ ὁποιονδήποτε λόγον, δέν ἔχει κανένα δισταγμόν νά τό κάμῃ. Θά πάῃ καί θά φύγῃ ὅπως θά ἐπήγαινεν εἰς οἱονδήποτε ἄλλο μέρος, χωρίς νά σχολιασθῇ ἀπό κανένα. Ἐδῶ ὅμως τά πράγματα διαφέρουν. Ἐδῶ μία κόρη τοῦ λαοῦ, μεταβαίνουσα εἰς τήν Ἀστυνομίαν, ἔστω καί διά τόν κοινότερον ἐπαγγελματικόν λόγον, θεωρεῖται στιγματισμένη, σφραγισμένη, ἀνήκουσα πλέον εἰς «ἐκεῖνες» ποῦ ἔχουν νταραβέρια μέ τήν Ἀρχήν αὐτήν. Καί, τήν ἀντίληψιν αὐτήν ἔπρεπε νά τήν λάβῃ ὑπ’ ὄψιν ἡ Διεύθυνσις τῆς Ἀστυνομίας. Ὄχι διά νά ματαιωθῇ ἕνα χρησιμώτατον μέτρον ἀσφαλείας καί τάξεως. Ἀλλά διά νά ἐφαρμοσθῇ σύμφωνα πρός τά ἤθη καί τά ἔθιμα τοῦ τόπου. Καί νά τελεσφορήσῃ ἑπομένως. Διότι εἴδατε τώρα τί γίνεται. Ἡ ὑπηρέτρια καλεῖται νά παρουσιασθῇ εἰς τήν Ἀστυνομίαν. Καί ἀντί νά παρουσιασθῇ ἐκεῖ, μπαρκάρει εἰς τόν πρῶτον καΐκι καί φεύγει πανικόβλητος στό νησί της. Καί ἡ Ἀστυνομική Διάταξις ἐφαρμόζεται ἀνάποδα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ