«Πάει κι αὐτό!» ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, χτυπῶντας δύο-τρεῖς φορές τίς παλάμες της μεταξύ τους, ὅταν τελείωνε κάποια ἀπό τίς πολλές καταστάσεις πού ἀντιμετώπιζαν τότε οἱ οἰκογένειες…
Ἐπειδή οἱ σημερινοί Ἕλληνες νομίζουμε ὅτι «περνᾶμε δύσκολα», περνοῦσαν πολύ πιό δύσκολα οἱ πρόγονοί μας στίς δεκαετίες τοῦ ’50 καί τοῦ ’60.
Ὑπῆρχε, ὅμως, μιά βασική διαφορά. Ἔβλεπαν μπροστά τους καί διέκριναν φῶς! Πίστευαν ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλύτερα, ἄφηναν πίσω τους ἕνα τραγικό σκηνικό πολέμων καί συγκρούσεων αἱματηρῶν καί «ἔβαζαν πλάτη» μέ χαμόγελο, παρά τίς ὅποιες δυσκολίες καί ἐμπόδια. Καί, φυσικά, ἔφτιαχναν οἰκογένειες, ἔκαναν παιδιά.
«Κι αὐτή ἡ ἀδελφή μου τί τά ἤθελε πέντε παιδιά;» μοῦ ἔλεγε φίλος, τοῦ ὁποίου ἡ πολύτεκνη ἀδελφή χήρεψε προσφάτως καί ἔχει τώρα νά σηκώσει τά βάρη μιᾶς πολυμελοῦς οἰκογένειας. Καί δέν τοῦ εἶπα τίποτε! Κι ὅταν χωρίσαμε, ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἔχουμε ὅλοι, μά ὅλοι, βάλει τό κεφάλι μας κάτω ἀπό ἕνα κατάμαυρο σκιάδιο καί βαδίζουμε βυθισμένοι στό σκοτάδι τῆς ἀπαισιοδοξίας. Ἄν ἦταν, ἄς ποῦμε, στήν θέση μου ὁ πατέρας μου καί στήν θέση τοῦ φίλου μου ἕνας δικός του φίλος, θά τόν χτυποῦσε στήν πλάτη καί θά τοῦ ἔλεγε: «Ἔχει ὁ Θεός! Τά παιδιά εἶναι εὐτυχία! Ὅπως τά βγάλανε πέρα οἱ γονεῖς μας, θά τά βγάλει κι ἡ ἀδελφή σου. Θά βοηθᾶς κι ἐσύ, θά μεγαλώσουν τά παιδιά, θά μορφωθοῦν ἤ θά μάθουν μιά καλή τέχνη καί θά προκόψουν.» Δέν τοῦ εἶπα, ὅμως, τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ἁπλῶς, δέν μίλησα καί ἀρκέστηκα νά πιῶ τόν καφέ μου καί νά πῶ –μέσα μου– «βρέ κοίτα τί ἔπαθαν οἱ ἄνθρωποι»…
Αὐτό εἶναι, λοιπόν, τό κύριο σημεῖο τῆς διαφορᾶς μας ἀπό ἐκείνους τούς Ἕλληνες, πού κατόρθωσαν νά πάρουν στήν πλάτη τους μιά πατρίδα καθημαγμένη, μέ πόλεις βομβαρδισμένες καί χωριά ὁλόκληρα ξεκληρισμένα, μέ τό ἀδιανόητο φευγιό στήν Γερμανία καί τό Βέλγιο, στήν Αὐστραλία καί ἄλλες χῶρες καί τήν ἔκαναν νά μοιάζει παράδεισος μπροστά στίς γειτονικές μας χῶρες, πού εἶχαν σχεδόν σφραγίσει τά σύνορά τους, ὅπως καί τά μάτια καί τά στόματα τῶν περισσοτέρων πολιτῶν τους.
Ἐκεῖνοι ἔβλεπαν φῶς, ἐπειδή ἤθελαν νά δοῦν φῶς! Ἐμεῖς ἔχουμε βυθιστεῖ σέ μιά ἐθελουσία «μίρλα», σέ μιά διαρκῆ γκρίνια, δέν μᾶς ἀρέσει πλέον τίποτε, παραδινόμαστε στίς δυσκολίες καί δέν δείχνουμε διάθεση νά παλέψουμε.
Μάθαμε στά εὔκολα (ἐμεῖς, δηλαδή, οἱ ἀπολαύσαντες τήν «ἀλεγρία» τῆς ΑΤΑ, τῶν «πακέτων Ντελόρ καί τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους») καί μόλις ἔπεσαν τά πρῶτα σκαμπίλια, βάλαμε τό κεφάλι κάτω.
Καί τώρα εἶναι δύσκολο νά ἐμπνεύσουμε τούς νεώτερους, νά τούς ποῦμε –καί νά μᾶς πιστέψουν– «προχωρῆστε καί ὅλα μπορεῖ νά γίνουν καλύτερα, ἀρκεῖ νά τό θελήσετε.»
Οἱ νεώτεροι ἀγωνιοῦν, «ψάχνονται» καί κοιτάζουν μπροστά. Μόνο πού οἱ περισσότεροι κοιτάζουν ἐκτός συνόρων. Πῶς θά «μαζευτεῖ» ὅλο αὐτό τό περίεργο σκηνικό; Τό βλέπουμε δύσκολο, καθώς ἡ κρίση εἶναι διεθνής καί ἀπό τόν κόσμο λείπουν οἱ πολιτικές προσωπικότητες. Ἄς μᾶς φωτίσει αὔριο κι ἄς κάνουμε τόν σταυρό μας. «Ἔχει ὁ θεός». Ἀλλά μέχρι πότε;