Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Ὀκτωβρίου 1924
Στό παρκάκι τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ τοῦ Ν. Φαλήρου ἔχει στήσει τό ὑπαίθριον ἐργαστήριόν του ἕνας συμπαθητικός νέος φωτογράφος. Διότι περί ἐργαστηρίου πράγματι πρόκειται. Ὁ πλανόδιος ἐφυτεύθη ἐκεῖ μαζί μέ τά ἄλλα δένδρα καί ἔγινε μόνιμος. Ἐγκατέστησε τά ἐργαλεῖα του καί τάς βοηθητικάς του συσκευάς -ἕναν κουβάν μέ νερό γιά τό πλύσιμο τῶν φωτογραφιῶν του-, ἔστησε τά φόντα του, πλουσιώτερα ἀπό ὅσα διαθέτει κάθε ἄλλο φωτογραφικόν ἐργαστήριον, ἐφ’ ὅσον τό παρκάκι τοῦ προσφέρει τάς θολίας του, τά δρομαλάκια του, τίς χλοερές του γωνίτσες, ἡ δέ θάλασσα τά κύματά της καί τίς ἀμμουδιές της, καί δέχεται, χειμῶνα καλοκαίρι, τήν πελατείαν του, μίαν πελατείαν ἑτερόκλητον, παρδαλήν, συμπαθητικήν καί ἀστείαν, ἀλλ’ ἀπολύτως ἱκανοποιητικήν διά τόν πτωχόν βιοπαλαιστήν.
Τό κουτί, λοιπόν, τοῦ συμπαθητικοῦ αὐτοῦ διαιωνιστοῦ μ’ ἐσταμάτησε χθές τό πρωί μέ τήν μικράν ἔκθεσιν τῶν ἀριστουργημάτων του. Διότι υπήρχεν ἐκεῖ καί κάποιο ποιητικόν ἀριστούργημα μεταξύ τῶν φωτογραφικῶν ἀποδεικτικῶν τῆς ἀνθρωπίνης ταυτότητος, τά ὁποῖα ἐδημιούργησεν ἡ νέα τάξις τῶν σιδηροδρομικῶν εἰσιτηρίων καί τῶν πολυωδύνων διαβατηρίων. Ἀριστούργημα δηλαδή κατά τήν διαβεβαίωσιν τοῦ ἴδιου ἀριστουργήματος, τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά πιστεύσω. Διότι, ὅταν μία γυναῖκα μᾶς βεβαιώνει, μέ οἱονδήποτε τρόπον, περί τῆς ἀριστουργηματικότητός της ἔχουμεν τήν ὑποχρέωσιν νά τήν πιστεύωμεν. Ἡ μικρά συμπαθητική φωτογραφία παρίστανε μέ ἄλλους λόγους, μέσα εἰς τάς ὑποβλητικάς σκιάς μιᾶς ἀλλέας τοῦ πάρκου, τήν μοιραίαν γυναῖκα ὅλων τῶν κομψοτήτων, ὅλων τῶν γυμνοτήτων καί ὅλων τῶν πειρασμῶν ταυτοχρόνως.
-Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ὡραία κυρία; ἐρώτησα τόν πλανόδιον, χωρίς κανένα προφανῆ λόγον καί γιά ἑκατόν σαράντα δύο μυστηριώδεις λόγους.
Ὁ καλλιτέχνης ἐξερόβηξε.
-Λοιπόν, αὐτή ἡ κυρία -μοῦ εἶπε μέ μίαν συγκίνησιν, τήν ὁποίαν ἐξήγησα ἀργότερα- εἶναι μιά κυρία, πού ἔχει μανία μέ τίς φωτογραφίες.
-Μανία μέ τίς φωτογραφίες;
-Μάλιστα, κύριε; Μανία… Τῆς ἔχω κάνει τρακόσες φωτογραφίες ὥς τώρα.
-Τρακόσες; Ἀστειεύεσαι, παιδί μου.
-Δέν ἀστειεύομαι καθόλου. Τρακόσες σωστές.
-Τίς εμέτρησες;
-Ἐμέτρησα τά λεφτά, πού τῆς πῆρα. Χίλιες διακόσες δραχμές τῆς ἔχω πάρει ὥς τώρα!
-Σέ πόσο διάστημα;
-Σέ δεκαπέντε ἡμέρες.
-Εἴκοσι, δηλαδή, φωτογραφίες τήν ἡμέρα;
-Δηλαδή ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα. Πότε περισσότερες, πότε λιγώτερες…
-Σέ διαφορετικές πόζες, βέβαια.
-Σέ ὅλες τίς πόζες, πού μπορεῖτε νά φαντασθῆτε. Στό πάρκο, στήν ἀμμουδιά, στό φῶς, στή σκιά, στό μισόφωτο, ὄρθια, καθισμένη, ἀκουμπισμένη στό δέντρο, περπατῶντας, σκύβοντας, κυττάζοντας τόν οὐρανό, μέ τό ὀμπρελλάκι ἀνοιχτό, μέ τό ὀμπρελλάκι στό χέρι, μέ τό καπέλλο στό κεφάλι -τριακόσια καπέλλα-, χωρίς καπέλλο, γελαστή, σοβαρή, θυμωμένη, διαβάζοντας ἕνα γράμμα, χαϊδεύοντας ἕνα προφυγόπουλο, μέ τό σκυλί της, μέ τουαλέττα ἀνοιχτή, μέ τουαλέττα σκούρη, μέ τά μπράτσα γυμνά, μέ τό ἀδιάβροχο κουμπωμένο ὥς τό λαιμό, μέ τό ἕνα πόδι σταυρωμένο μέ τό ἄλλο, μέ τό ἕνα πόδι στό κασσελάκι τοῦ λούστρου καί τή φούστα ἀνασηκωμένη, μέ τά δύο πόδια…
-Ἀλλά, φίλε μου -τόν διέκοψα-, ἐννοῶ τώρα πολύ καλά ὅτι οἱ τριακόσιες φωτογραφίες, πού ἔκαμες τῆς ὡραίας ἀγνώστου σέ δεκαπέντε ἡμέρες, εἶναι ὑπερβολικά λίγες. Θά μποροῦσες νά τῆς κάμης χίλιες τριακόσιες!
Καί νά σκέπτεται κανείς, ὅτι ὁ πτωχός Νάρκισσος, πού ἔβγαλε τό ὄνομα, ἐκαθρέφτιζεν ὁ δυστυχής μόνον τό πρόσωπόν του εἰς τά νερά τῆς λίμνης. Καί αὐτό εἰς μίαν μόνον πόζαν. Αὗται εἶναι αἱ ἀδικίαι τῆς Μυθολογίας.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ