Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Ἀπριλίου 1918
Ξένος, νεοφερμένος εἰς τήν Ἑλληνικήν πρωτεύουσαν καί ὁ ὁποῖος, ὡς ἐκ τῆς ἐθνικότητός του καί κἄποιων εἰδικῶν περιπτώσεων τῆς πολιτικῆς τοῦ τόπου του, ἐθεώρηθη ὡς «ἡμέτερος» ἀπό κἄποιον Ἀθηναῖον Ἡρακλείδην, ἔλαβε τήν τύχην μιᾶς ἀνελπίστου διασκεδάσεως εἰς τάς πληκτικάς αὐτάς Ἀθήνας.
– Λοιπόν, ἀγαπητέ μου κύριε! τοῦ εἶχεν εἰπῇ μίαν ὡραίαν δειλήν ὁ Ἀθηναῖος Ἡρακλείδης, εἰσάγων αὐτόν εἰς τά πολιτικοκοινωνικά ἀπόρρητα τῶν Ἀθηνῶν. Πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ὅλη ἡ καλή κοινωνία τῆς Ἑλλάδος, ὅλοι οἱ καθώς πρέπει ἄνθρωποι, ὅλοι οἱ μορφωμένοι εἶνε ἀντιβενιζελίστ.
– Ἀλλά τότε ποῖοι εἶνε οἱ Βενιζελίστ; ἐρώτησεν ὁ ξένος μέ συγκινητικήν ἀφέλειαν καί εὐλαβῆ φιλομάθειαν, συγκρατῶν μέ κόπον τήν σοβαρότητά του.
– Ποῖοι θέλετε νά εἶνε; ἔσπευσε νά ἀπαντήσῃ ὁ λαμπρός Ἡρακλείδης. Ὅλοι οἱ πρόστυχοι, ὅλοι οἱ ἀγράμματοι, ὅλοι οἱ ξυπόλυτοι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποῦ βγῆκαν ἀπό τάς φυλακάς.
Δεδομένου ὅτι καί ὁ προστυχώτατος ἐκεῖνος Μπενάκης ἐξῆλθεν ἀρτίως ἐκ τῶν φυλακῶν, ὁ λαμπρός Ἡρακλείδης, ὑπό τήν ἔποψιν αὐτήν, πρέπει νά ὁμολογήσωμεν ὅτι εὑρίσκετο ἐν πλήρει ἀκριβείᾳ.
Ὅταν ἐγνώρισα κ’ ἐγώ τυχαίως τόν ξένον, ὁ ὁποῖος ἐφωτίσθη κατά τόν ἀνωτέρω τρόπον ἀπό τόν ἀξιότιμον συμπολίτην μου, ὁ ἀνύποπτος ἄνθρωπος, ὁ παίξας ἑκουσίως τόν ρόλον τοῦ ἠλιθίου διά νά περάσῃ ὀλίγας εὐθύμους ὥρας εἰς τάς πληκτικάς αὐτάς Ἀθήνας, μοῦ εἶπε:
– Δέν μοῦ ἐξηγεῖτε, παρακαλῶ, κύριε, πώς συμβαίνει νά φορῆτε κολλάρο, νά μεταχειρίζεσθε μαντῆλι, νά γνωρίζετε γραφήν καί ἀνάγνωσιν καί νά εἶσθε Βενιζελίστ;
Καί, χωρίς νά περιμένῃ ἀπάντησίν μου, μ’ ἐκτύπησε φιλικά εἰς τόν ὦμον καί ἐξεκαρδίσθη ἀπό τά γέλια, εἰς ἕνα ξέσπασμα μοναδικῆς εὐθυμίας.
– Πρέπει νά ὁμολογήσω, μοῦ εἶπε, ὅτι ἕνας ξένος διασκεδάζει θαυμάσια εἰς τάς Ἀθήνας σας.
– Καί βλέπετε συχνά τόν συμπολίτην μου; τόν ἐρώτησα, μαντεύων τά διάμεσα.
–Ἄν τόν βλέπω; ἀνεφώνησεν. Καθημερινῶς, φίλε μου! Χθές ἐπήραμεν μαζῆ τό τσάϊ στοῦ Χρυσάκη. Σήμερον θά τό πάρωμεν στό «Ἀκταῖον». Μήπως ἔχει κανείς πολλούς τρόπους νά διασκεδάσῃ στόν τόπον σας;
– Καί διασκεδάζετε συχνά;
– Διαρκῶς! Χθές, μετά τό τσάϊ, ἐκάμαμεν ἕνα περίπατον μέχρι τοῦ Ζαππείου μέ τόν Ἀθηναῖον φίλον μου. Ὁ λαμπρός μου φίλος ἐχαιρετοῦσε διαρκῶς καθ’ ὁδόν κομψούς κυρίους καί κομψοτέρας κυρίας. Ὕστερ’ ἀπό κάθε χαιρετισμόν ἐγύριζε καί μοῦ ἐψιθύριζε τούς τίτλους τοῦ χαιρετιζομένου προσώπου. Καί μοῦ ἐπρόσθετε κατανυκτικώτατα: Ἐννοεῖται, ὅτι καί αὐτός εἶνε δικός μας. Φανατικώτατος Κωνσταντινίστ! Ἔξαφνα ἐπέρασε κοντά μας μία ὡραιοτάτη κυρία, σωστή Ταναγραία, ἀπό αὐτάς ποῦ συναντᾷ κανείς στό Μουσεῖόν σας καί κἄποτε καί στούς δρόμους σας.
– Καί ἡ Πολιτική θά ἐλιποθύμησε, φυσικά, εἰς τήν ἐμφάνισίν της, τοῦ εἶπα.
– Ἀπατᾶσθε, φίλε μου! Ὅταν ἀπό ἐντελῶς καλλιτεχνικόν ἐνδιαφέρον ἐζήτησα νά μάθω ποία εἶνε ἡ ὡραία ἄγνωστος, ὁ Ἀθηναῖος φίλος μου μοῦ εἶπεν ὅτι δέν τήν γνωρίζει προσωπικῶς. Ἀλλά δέν τοῦ ἔμενε καμμία ἀμφιβολία ὅτι μία τόσον ὡραία καί κομψή κυρία δέν ἠμποροῦσε παρά νά εἶνε καί αὐτή φανατική Κωνσταντινίστ. Καί ἔσπευσε ταὐτοχρόνως νά μέ πληροφορήσῃ ὅτι ἡ ὀλίγες Βενιζελίστ, ποῦ ὑπάρχουν εἰς τάς Ἀθήνας, δέν εἶνε μόνον προστυχότατα πλάσματα, ποῦ δέν ξέρουν οὔτε νά ντυθοῦν, οὔτε νά φερθοῦν, οὔτε νά μιλήσουν, ἀλλά καί τέρατα ἀσχημίας! «Μόνστρ, μόν σέρ ἀμί, μόνστρ ἄ φαίρ πέρ!»…
Καί ὁ εὐτυχής ξένος, ἀφοῦ ἐκύτταξε βιαστικά τό ὡρολόγι του, μοῦ ἕσφιγξε τό χέρι καί μοῦ εἶπε φιλοφρονέστατα:
– Εἶμαι ἐνθουσιασμένος, κύριε, διά τήν γνωριμίαν σας. Ὀφείλω νά σᾶς ὁμολογήσω ὅμως, ὅτι εἶμαι ἀναγκασμένος νά σπεύσω πρός συνάντησιν τοῦ συμπολίτου σας. Τί τά θέλετε; Χωρίς νά σᾶς προσβάλω, δέν εἶσθε καθόλου διασκεδαστικός σύντροφος.
– Αὐτό εἶνε πολύ φυσικόν, τοῦ εἶπα. Εἶμαι ἕνας πρόστυχος Βενιζελικός. Καλήν διασκέδασιν.
– Ἡ διασκέδασις εἶνε ἐξησφαλισμένη, φίλε μου. Περιττόν νά μοῦ τήν εὐχηθῆτε.
Καί ὁ εὐτυχής ξένος ἔφυγε δρομαῖος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ