Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Ὀκτωβρίου 1918
Μιά μυστηριώδης ἱστορία ἀπησχόλησε τελευταίως τούς κατοίκους τοῦ «χλοεροῦ προαστείου» καί θ’ ἀπασχολήσῃ, ὑποθέτω, ἀργότερα, ἐπαξίως τοῦ φανταστικοῦ καί ρωμαντικού χαρακτῆρός της, τούς μυθιστοριογράφους καί τήν ταινίαν τῶν χιλίων ἑξακοσίων μέτρων. Πρόκειται δηλαδή περί μιᾶς ἱστορίας σκοτεινῶν ἐξαφανίσεων, αἱ ὁποῖαι κατ’ ἀρχάς ἀπεδόθησαν εἰς μυστηριώδη συμμορίαν, ἐπί τά ἴχνη τῆς ὁποίας ματαίως ἐπροσπάθησε νά τεθῇ ἡ Ἀστυνομία καί τά λαγωνικά της. Καί, ἐπειδή τό κακόν ὄχι μόνον ἑξακολουθοῦσεν, ἀλλά καί ἐπεξετείνετο, οἱ κάτοικοι τοῦ προαστείου ἤρχισαν πλέον νά πιστεύουν εἰς ἐπέμβασιν μαγικῶν δυνάμεων καί νά ξεφυλλίζουν ὅλα τά ὑπάρχοντα βιβλία περί Μαύρης καί Ἐρυθρᾶς Μαγείας, φθάσαντες μέχρι τοῦ σημείου νά τελέσουν ἐξορκισμούς καί λιτανείας πρός κατατρόπωσιν τῶν ἐνσκηψάντων πονηρῶν πνευμάτων.
Αἱ ἐξαφανίσεις κατ’ ἀρχάς περιωρίζοντο εἰς τά διάφορα πουλερικά, πρᾶγμα πού ἠμποροῦσε ν’ ἀποδοθῇ, ἁπλούστατα καί κοινότατα, εἰς σπεῖραν κλεφτοκοττάδων. Τό περίεργον ὅμως ἦτο τό ἑξῆς: Ὅτι οὐδέποτε ἕνα ὁλόκληρον κοττέτσι ὑπέστη πανωλεθρίαν. Σήμερον ἀπό τό ἕνα κοττέτσι ἔλειπεν ἕνας γάλλος. Αὔριον ἀπό τό ἄλλο μία ὄρνιθα. Μεθαύριον ἀπό τό ἄλλο μία χήνα. Ἀλλά ἡ ἐκλογή αὐτή καί ἡ ὀλιγάρκεια αὐτή δέν εἶνε εἰς τάς ἕξεις τῶν κλεφτοκοττάδων. Ὅταν ἕνας ἡ περισσότεροι ἀπ’ αὐτούς ἐκτεθοῦν εἰς τούς κινδύνους μιᾶς νυκτερινῆς ἐπιχειρήσεως, δέν περιορίζονται εἰς μονάδας. Ἐννοοῦν, καί πολύ φυσικά, νά κάμουν τήν μπάζα τους. Ποῖος ἦτο λοιπόν ὁ παράδοξος αὐτός λωποδύτης, ὁ ὁποῖος περιωρίζετο μετριοφρόνως σήμερα εἰς μίαν κότταν καί αὔριον εἰς ἕνα γάλλον; Αὐτό ἦτο τό ἀνεξήγητον.
Βαθμηδόν αἱ ἐξαφανίσεις ὑπερέβησαν τά ὅρια τοῦ ὀρνιθῶνος. Ἕνας χασάπης ἔχανεν ἔξαφνα, ἐμπρός ἀπό τά μάτια του καί ἡμέραν-μεσημέρι, μίαν σεβασμίαν τραγοκεφαλήν. Ἄλλος χασάπης ἐζητοῦσεν εἰς τό τσιγκέλι του τό μποῦτι τῆς χαριτοβρύτου γκιόσας, τό ὁποῖον εἶχε κρεμάσει πρό ὀλίγων λεπτῶν, μέ τά ἴδια του χέρια, καί δέν τό εὕρισκεν. Ἀπό ἕνα σπίτι ἐχάνετο ὁλόκληρος ὁ κιμᾶς, ὁ προετοιμασμένος διά τούς μεσημεριανούς κεφτέδες. Εἰς τούς φούρνους διάφορα ταψιά εὑρίσκοντο αἴφνης χωρίς περιεχόμενον. Ἀπό τόν ψωμᾶν ἔλειπε συχνά μία φραντζόλα. Καί πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἕξη ζεύγη ὀρτύκια, ἀποσταλέντα ἐκ Σπετσῶν πρός γνωστήν οἰκογένειαν καί κρεμασμένα εὐλαβῶς εἰς τό παραθυρον τῆς κουζίνας, ἔκαμαν πτερά ἔξαφνα κ’ ἐπέταξαν. Καί ὅλα αὐτά κατά τόν μυστηριοδέστερον πάντοτε τρόπον.
Ἡ ἀγωνία τοῦ μυστηρίου διήρκεσεν ἐπί μῆνας ὁλοκλήρους εἰς τό προάστειον, ὄτε, ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἕνα τυχαῖον γεγονός ὡδήγησεν εἰς τήν ἀνέλπιστον ἀποκάλυψιν. Κἄποιος δηλαδή ἐκ τῶν παραθεριζόντων συμπολιτῶν, ἐπιστρέφων ἀργά εἰς τό σπίτι του, παρετήρησεν ἕνα πελώριον σκύλλον, γένους πόϋντερ, κρατοῦντα ἕνα μαδημένον πουλερικόν εἰς τούς ὀδόντας του καί προσπαθοῦντα νά εἰσδύσῃ, διά μιᾶς ὀπῆς τοῦ μανδροτοίχου, εἰς τήν ἔπαυλην γνωστοῦ Κηφισιώτου.
Ὅπως ἐβεβαιώθη ἀργότερα ἀπό τάς καταθέσεις μερικῶν περιοίκων, ὁ τετράπους αὐτός λωποδύτης εἰσήρχετο τακτικά ἀπό τήν ἰδιαιτέραν αὐτήν κρυφίαν εἴσοδον εἰς τήν ἔπαυλιν τοῦ κυρίου του, καί εἰσήρχετο πάντοτε φορτωμένος μέ τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ἔμεινε πλέον ἀμφιβολία εἰς κανένα, ὅτι ὁ σοφός αὐτός σκύλλος ἐξετέλει ἐπιτεταγμένην ὑπηρεσίαν, προπονηθείς, Κύριος οἶδε, διά ποίων σοφῶν μέσων, εἰς τήν ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἐπισιτισμοῦ τοῦ κυρίου του.
Ἀργότερα ἐγνώσθη καί τό ὄνομα τοῦ περιφήμου αὐτοῦ ὀργάνου, τό ὁποῖον ὀνομάζεται Μάξ. Καί ὁ Μάξ τῆς Κηφισιᾶς εἶνε ἐπίσης ὡραῖος, ὅπως ὁ ἄλλος Μάξ τοῦ Βερολίνου. Οἱ Κηφισιῶται, ἐννοεῖται, ἔσπευσαν νά τοῦ ἀπονείμουν ἀμέσως καί τούς προσήκοντας τίτλους. Τοιουτοτρόπως ἔγεινεν εὐρύτατα γνωστός ὡς Μάξ ὁ ἀρχιλῃστής, Μάξ ὁ ἐπισιτιστής, Μάξ ὁ μπολσεβῖκος, Μάξ ὁ σοφός καί οὕτω καθεξῆς. Ὁ κύριός του, μετά τήν τρομεράν ἀποκάλυψιν, ἔσπευσεν, ὡς λέγεται, πρός ἐξιλασμόν, νά παραδώσῃ μερικά ἐκ τῶν κλοπιμαίων. Ἀλλά δέν ἔχασε καί τήν ἀταραξίαν του. Πρός κἄποιον δημοσιογράφον, σπεύσαντα νά τοῦ ζητήσῃ τήν σχετικήν συνέντευξιν, εἶπεν:
– Οἱ σκύλλοι, φίλε μου, κατά τόν Πόλεμον αὐτόν ἐχρησιμοποιήθησαν εὐρύτατα εἰς τάς στρατιωτικάς ἐπιχειρήσεις. Διατί νά μή χρησιμοποιηθοῦν καί εἰς τάς ὑπηρεσίας τοῦ ἐπισιτισμοῦ; Ἐγώ ἔκαμα, ἁπλούστατα, τό πρῶτον πείραμα. Καί ὀφείλετε νά ὁμολογήσετε ὅτι τό πείραμα ἐπέτυχεν ὑπέρ πᾶσαν προσδοκίαν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ