«Καί τό Μεγάλο Σάββατο, πού ψέλνουν οἱ παππᾶδες, τότε κι ἐσύ, Μανούλα μου, θά ’χεις χαρές μεγάλες»…
Τραγουδοῦσε τό μακρόσυρτο ἀρκαδικό δημῶδες τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὁ πατέρας μας, πού ξυπνοῦσε πάντα πρῶτος ἀπ’ ὅλους… Καί τό τραγούδι του ἀντηχεῖ πάντα μέσα στό σπίτι κι ἄς λείπει ἐκεῖνος καί ἡ μάνα μας κι ἄς εἶναι τεράστιο τό κενό πού ἀφήνουν πίσω τους οἱ γονεῖς ὅταν φεύγουν… Μ’ αὐτά μεγαλώσαμε, αὐτά πασχίζουμε μέ κάθε τρόπο νά κρατήσουμε στήν ζωή, μέσα σέ μιά κοινωνία πού βολοδέρνει, χρόνια τώρα, καί πού τήν ὑποχρεώνουν νά βλέπει γελοῖα «ρηάλιτυ» ἀκόμη καί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα! Τί λαχτάρα κι ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου! Καί τί ἀπελευθέρωση μέ τήν «Πρώτη Ἀνάσταση», πού τήν βρίσκαμε πρόσχημα τέλειο γιά νά πέσουμε στά κουλουράκια καί τά αὐγά, λές καί δέν εἴχαμε ξαναδοκιμάσει στήν μέχρι τότε σύντομη ζωή μας! Δέν «ἁμαρτάναμε» πλέον, καθώς ὁ Χριστός εἶχε ἀναστηθεῖ καί δέν ὑπῆρχε πιά τό βάρος καί ἡ θλίψη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Τώρα τό Ἅγιο Σῶμα δέν ὑπῆρχε πιά στόν Σταυρό, πού ὑψωνόταν κατάμαυρος, ἀλλά ἄδειος, στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί ὁ Ἐπιτάφιος εἶχε ἀποσυρθεῖ, πλάι στό παγκάρι… Καί κάποιοι δέν σταματοῦσαν στά κουλουράκια καί τά τσουρέκια, ἀλλά τσούγκριζαν καί κόκκινα αὐγά! Καί πάντα ἐμφανιζόταν ὁ «πονηρός» πού ἔφερνε ἕνα αὐγό ἀπό φραγκόκοτα, πού ἦταν πάντα πιό δυνατό ἀπό τά ἄλλα καί ἔσπαγε μόνο ἄν συναντοῦσε τό αὐγό τοῦ πιό πονηροῦ ἀκόμη, πού ἦταν ξύλινο!Ἦταν ἡμέρα χαρᾶς τό Μεγάλο Σάββατο. Κι ἄν εἴχαμε τήν εὐχέρεια, σπάνιο πρᾶγμα τότε, νά πᾶμε στό χωριό (τότε στή Σαλαμῖνα ὑπῆρχαν χωριά), ἀπολαμβάναμε τήν θορυβώδη «Πρώτη Ἀνάσταση» στήν ἐκκλησία τῆς πλατείας, μέ τά ἀποκαΐδια τοῦ Ἰούδα στό προαύλιο καί τίς λευκές πλέον κορδέλες στά μανουάλια καί τίς εἰκόνες. Χτυποῦσαν οἱ πιστοί τά στασίδια καί σηκωνόταν ἕνας εὐχάριστος, χαρμόσυνος θόρυβος, πού γιά ἐμᾶς, τούς μικρούς, σήμαινε ὅτι πλησίαζε τό βράδυ, πού «θά χαλοῦσε ὁ κόσμος». Λεφτά δέν ὑπῆρχαν γιά νά ἀγοράσουμε «βεγγαλικά» καί ἀρκούμασταν σέ κάτι «στρακαστροῦκες» ἀλλά καί σέ αὐτοσχέδια «χαλκούνια». Θυμᾶμαι ἀκόμη ἕνα κόλπο πού κάναμε, μέ τά παλιά κλειδιά ἀπό τίς ντουλάπες καί τά συρτάρια. Γεμίζαμε τόν κούφιο κορμό τους μέ μπαρούτη πού βγάζαμε ἀπό τά «κεφάλια» τῶν σπίρτων. Τό κλείναμε μέ ἕνα καρφάκι καί τό πετούσαμε μέ δύναμη στόν τοῖχο! Σπανίως ἔσκαζε μέ τήν πρώτη, ἀλλά ὅταν πετύχαινες τήν «βολή» ὁ θόρυβος ἦταν ἐκκωφαντικός. Καί, φυσικά, πολλές φορές τό κλειδί καταστρεφόταν καί οἱ γονεῖς ἔψαχναν νά δοῦν «ποῦ χάθηκαν τά κλειδιά»! Φτωχά καί ἁπλά πράγματα, ἀκόμη καί γιά τίς οἰκογένειες πού εἶχαν κάποια ἄνεση. Τότε, ὅμως, ὑπῆρχε στούς γονεῖς μας ἀκόμη ἡ εἰκόνα τῆς Κατοχῆς καί ὅσα χρήματα περίσσευαν πήγαιναν κατ’ εὐθείαν στήν Τράπεζα «γιά νά χτίσουμε ἕνα δικό μας σπίτι» ἤ «γιά νά μάθουνε γράμματα τά παιδιά»… Τά θυμᾶμαι ὅλα αὐτά τώρα πού συζητᾶμε πόσο θά κοστίσει τό «πασχαλινό τραπέζι». Τότε δέν μᾶς ἀπασχολοῦσε καθόλου. Μᾶς ἀρκοῦσε πού γύρω ἀπό τό τραπέζι καθόταν ὅλη ἡ οἰκογένεια. Καλή Ἀνάσταση, συμπατριῶτες…