Σάν σήμερα, 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1849, ἀπεβίωσε, στόν Πειραιᾶ…
… ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ὁ «Νικηταρᾶς» τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἡ Ἱστορία ἀναφέρει ὅτι ὁ Νικηταρᾶς ἔφυγε ἀπό τήν ζωή τυφλός, πάμπτωχος καί ἐπαίτης, καθώς ἡ Πολιτεία τοῦ εἶχε διαθέσει –ὡς προνόμιο– μία θέση ἐπαιτείας, στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα ὁ ναός τῆς Εὐαγγελιστρίας, στόν Πειραιᾶ.
Ὁ Σταματελόπουλος εἶναι μία ἀπό τίς πλέον δραματικές μορφές τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Ἀδάμαστος πολεμιστής, φόβος καί τρόμος γιά τούς ἐχθρούς, στρατηγικό μυαλό, δημοφιλέστατος στούς πολεμιστές του καί –ὅπως ἔλεγαν– δίκαιος στήν διανομή τῶν λαφύρων.
Ὅταν ἡ μεγάλη περιπέτεια τελείωσε μέ τήν νίκη τῶν Ἑλλήνων, ὁ Νικηταρᾶς ἀνεμίχθη στήν πολιτική ἀλλά καί στήν ἐπιχειρηματικότητα. Ἀπέτυχε καί στίς δύο περιπτώσεις, καθώς στήν μέν πολιτική δέν μποροῦσε νά ἀνταγωνισθεῖ τούς …πολιτικούς, στήν δέ ἐπιχειρηματικότητα βρέθηκε πολύ σύντομα ὑπό τό βάρος τῶν τραπεζικῶν δανείων…
Ἦταν ἀνεψιός τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί τό 1805, ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἀποκεφάλισαν τόν πατέρα καί τόν ἀδελφό του, κατέφυγε στά Ἑπτάνησα μέ πρόθεση νά καταταγεῖ στόν ρωσσικό στρατό, ὁ ὁποῖος, τότε, πολεμοῦσε τόν Ναπολέοντα. Λέγεται ὅτι τόν ἀπέτρεψε ὁ Κολοκοτρώνης καί τελικῶς τόν κράτησε κοντά του καί τόν πάντρεψε μέ τήν κόρη τοῦ καπεταν-Ζαχαριᾶ, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕναν γυιό καί δύο θυγατέρες. Διακρίθηκε στίς μάχες τοῦ Βαλτετσίου καί τῶν Δολιανῶν, μετέσχε στήν ἅλωση τῆς Τριπόλεως καί ἔγινε «Τουρκοφάγος» στά Δερβενάκια, ὅπου, κατά τίς ἀφηγήσεις, «μαρμάρωσε» τό χέρι του καί δέν μποροῦσε νά ἀνοίξει τήν παλάμη του γιά νά ἀφήσει τό σπαθί!
Στάθηκε δίπλα στόν Κολοκοτρώνη, στήν ἐμφύλιο διαμάχη μέ τήν κυβέρνηση Κουντουριώτη, ἀλλά προσπαθοῦσε νά γεφυρώσει τίς αἱματηρές διαφορές τῶν παρατάξεων κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος. Συνετός καί ἤρεμος, τόν χειμῶνα τοῦ 1836, ἀφηγήθηκε τήν ζωή του, στόν Γεώργιο Τερτσέτη, μετέπειτα δικαστή στήν περιβόητη δίκη τῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί Δημητρίου Πλαπούτα, τόν Μάιο τοῦ 1834, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν φυλάκιση τοῦ ἡγέτου τῆς Ἐπαναστάσεως!
Μετά τήν ἀπελευθέρωση διορίσθηκε ὑπασπιστής τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια, ἀλλά ἐπί βασιλείας Ὄθωνος φυλακίσθηκε λόγω τῆς συμμετοχῆς του (κατά τό κατηγορητήριο) σέ «ἀντιβασιλική συνωμοσία» ὡς φίλος τῆς Ρωσσίας.
Ἔμεινε στήν φυλακή τῆς Αἴγινας δύο χρόνια. Βασανίσθηκε καί ἐξευτελίσθηκε ἀπό τούς φύλακές του καί ἀποφυλακίσθηκε ἄρρωστος.
Τό 1843, καθώς τά πράγματα ἄλλαζαν στήν Ἑλλάδα, τοῦ ἀπονέμεται ὁ βαθμός τοῦ ὑποστρατήγου, πού συνοδεύεται ἀπό μία μικρή, πενιχρή σύνταξη.
Στήν Ἀρκαδία καί τήν Ἀργολίδα, ὅπου ἔμεινε γιά λίγο καιρό, μέ τήν ὑγεία του νά ἐπιδεινώνεται συνεχῶς, προσπαθεῖ νά «στήσει» μιά ἐπιχείρηση χαρτεμπορίας. Ἀποτυγχάνει παταγωδῶς ὡς ἐπιχειρηματίας, ἔχει ἐπωμισθεῖ δάνεια, πτωχεύει καί καταλήγει σέ ἕνα «χαμόσπιτο» στήν Καστέλα μέ τήν οἰκογένειά του. Μέ παρεμβάσεις παλαιῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ χορηγεῖται «ἄδεια ἐπαιτείας» ἀπό τήν τότε κυβέρνηση.
Λέγεται ὅτι τόν ἐπισκέφθηκε στήν γωνιά του ὁ Ἄγγλος ἀκόλουθος, πού εἶχε μάθει τήν δυστυχία του καί ἐπιχείρησε –μέ ἐντολή τοῦ πρεσβευτῆ– νά τοῦ δώσει κάποια χρήματα. Ὁ, τυφλός πλέον, Νικηταρᾶς, πού ἄκουσε τόν ἦχο τοῦ χρυσοῦ, τοῦ εἶπε: «Κρατῆστε τά χρήματά σας. Ἡ πατρίδα μου ἔχει δώσει ὅσα χρειάζομαι!». Ἀπεβίωσε σέ ἡλικία 67 ἐτῶν καί ἐτάφη δίπλα στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Πάμπτωχος, μόνος καί λησμονημένος. Ὅπως πολλοί ἥρωες, σ’ αὐτή τήν ἄγονη πατρίδα…