Εἴμαστε, πού λές, μαζεμένοι στήν Πηγάδα, στόν Πειραιᾶ, στό σπίτι τοῦ συμμαθητῆ μας τοῦ Μικέ Τουμπαλάκη, πού κάνει πάρτυ.
Θά ’μαστε δεκάξι, κι ἐγώ ὅπου πάω, παίρνω πάντα μαζί καί τήν κιθάρα μου. Μιά καλή, κλασσική κιθάρα, ἔχω μάθει τά βασικά, παίζω καί μέ τά δάχτυλα, δέν θέλει πολύ νά μαζευτεῖ ἡ παρέα γύρω μου καί ν’ ἀρχίσουμε τό τραγούδι.
Τότε, τό ρεπερτόριό μας εἶναι τραγούδια τῶν Beatles, κάποια τοῦ Elvis, ἀλλά καί οἱ μπαλάντες τῶν Dylan, Donovan, Joan baez, Simon καί Garfunkel. Ἐκεῖνο τό βράδυ, ὅμως, ἔχω γεμίσει τό ρεπερτόριο καί μέ κάποια τραγούδια ἑνός νέου συνθέτη, πού τά φυλάω γιά ἔκπληξη.
Κι ἐκεῖ πού ἔχουμε περάσει σέ ἄλλη διάσταση μέ τό Yesterday, πιάνω, σέ ἀργό τέμπο, ἕνα ἀπό τά τραγούδια-ἔκπληξη. «Βρῆκα στόν δρόμο κάτι παιδιά καί τά ρώτησα. / Ἄν μέ θυμᾶσαι καμιά βραδυά, Πειραιώτισσα! / Κι ἄν δεῖς στόν ὕπνο σου μιά νύχτα μέ βροχή, φωτιά νά καίει / εἶν’ ἡ καρδιά μου πού στενάζει μοναχή καί σιγοκλαίει»… Ἐκεῖνα τά χρόνια, τά τραγούδια καταξιώνονταν ἀπό τά πάρτυ. Τόσο ἀπό τό κατά πόσο θά ἔπαιζαν στά ἠλεκτρόφωνα, ἀλλά, κυρίως, ἀπό τίς παρέες, πού τά τραγουδοῦσαν. Μέ τούς συμμαθητές Φώτη Ἰωαννᾶτο, Ἄγγελο Ροδίτη καί Δημήτρη Σακελλαρίου, εἴχαμε ταιριάξει μιά χαρά φωνητικά καί στά πάρτυ κλέβαμε τήν παράσταση, μετά τά μεσάνυχτα, μαζεύοντας καί τά λάφυρα (δηλαδή κάποια ραβασάκια μέ τηλέφωνα) παρά τό ὅτι τά «κορίτσια» μας δέν μᾶς ἄφηναν στιγμή μόνους!
Βλέπω, λοιπόν, δίπλα μου τήν Ἕλλη, ἐξαδέλφη τοῦ Σπύρου Κοσκινᾶ (διάσημος σκηνογράφος ἀργότερα στήν Ὄπερα τοῦ Λονδίνου) νά ἔχει δακρύσει. «Τί ἔπαθες;» τήν ρωτῶ. «Τό τραγούδι! Ποιό εἶναι αὐτό τό τραγούδι;» ρωτάει καί τό στῆθος της ἀνεβοκατεβαίνει ἀπό τόν λυγμό…
Δέν θυμᾶμαι, ἀπό τότε, πόσες φορές τό ἔχω παίξει καί τραγουδήσει στά πάρτυ, στίς συγκεντρώσεις, στά σπίτια, στίς ταβέρνες, στό ἐξωτερικό (θυμᾶμαι πού τό χόρευαν κάτι Κινέζοι στό αἴθριο τοῦ «Hilton» στό Πεκῖνο, ὅταν τό τραγουδούσαμε μέ τόν Τάσο Ποταμιᾶνο), ὅπου, τέλος πάντων, στηνόταν κάποιο αὐτοσχέδιο γλέντι.
Γιά ἐμᾶς, τούς Πειραιῶτες, τό συγκεκριμένο τραγούδι, τοῦ Δήμου Μούτση, σέ ποίηση Νίκου Γκάτσου, ὅπως καί ἐκεῖνο τό ὑπέροχο «Στήν Ἐλευσῖνα μιά φορά», σέ ποίηση Βασίλη Ἀνδρεόπουλου κούμπωναν ὑπέροχα μέ τά «Μάτια βουρκωμένα» τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου σέ ποίηση Νίκου Γκάτσου, μέ τόν μοναδικό Γρηγόρη Μπιθικώτση καί στίς «δεύτερες» τήν ἀσύγκριτη Βίκυ Μοσχολιοῦ (σπάνια ἐκτέλεση) καί «Τά παιδιά τοῦ Πειραιᾶ» τοῦ Μάνου Χατζιδάκι. Σπονδή ἀπό τήν νεώτερη γενιά δημιουργῶν, στήν μνήμη τῆς «Τετράδος τῆς ξακουστῆς τοῦ Πειραιῶς»…
Ἔψαξα, τότε, καί βρῆκα τό βιογραφικό τοῦ Δήμου Μούτση, τοῦ βιρτουόζου βιολονίστα, πού κατέκτησε τίς καρδιές μας γράφοντας ρόκ μουσική μέ μπουζούκια τόν Λάκη Καρνέζη καί τόν Κώστα Παπαδόπουλο, μέ τίς ἅγιες φωνές τοῦ Σταμάτη Κοκότα, τοῦ Γρηγόρη Μπιθικώτση, τοῦ Μανώλη Μητσιᾶ, τῆς Ἄλκηστης Πρωτοψάλτη, τῆς Βίκυς Μοσχολιοῦ, τῆς Δήμητρας Γαλάνη, μέχρι νά φθάσει στό ἐπικό «Δέν λές κουβέντα», μέ τήν δωρική Σωτηρία Μπέλου.
Στό καλό, ἀγαπημένε δημιουργέ Δῆμο Μούτση. Σοῦ χρωστᾶμε κι ἐσένα κομμάτι ἀπ’ τήν ψυχή μας…