Πᾶμε πρῶτα στό θέμα τῆς μάσκας
Ἡ ἐγγονή μας θά πάει στήν Ἕκτη τοῦ δημοτικοῦ. Ὅποτε μέ δεῖ νά κυκλοφορῶ χωρίς μάσκα, μοῦ κάνει παρατήρηση. «Παπποῦ, φόρα τή μάσκα σου. Δέν εἴπαμε ὅτι πρέπει νά τήν φορᾶμε ὅταν βρισκόμαστε σέ κόσμο;» μοῦ λέει. Μή συζητᾶμε, λοιπόν, γιά τά παιδιά. Εἶναι πολύ πιό πειθαρχημένα ἀπό ἐμᾶς, τούς μεγάλους. Ἴσως ἐπειδή ἐκεῖνα δέν ἔχουν ἀκόμη διαβρωθεῖ ἀπό τόν ἀκατάσχετο κομματισμό, ἀπό τήν συνήθεια τῶν νεοελλήνων νά ἕλκονται ἀπό κάθε εἴδους συνωμοσία, παραφιλολογία καί –κυρίως– ἀπό τό «φιλοκατήγορον», τό ὁποῖο χαρακτηρίζει κάθε γνήσιο τέκνον (καί) τῆς μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδος. Λίγο νά ξεχωρίσει κάποιος, λίγο νά εἰπωθεῖ ἤ νά γραφεῖ κάτι –συνήθως ἀνακριβές– ἐναντίον του, ὁ Ἕλληνας παίρνει φωτιά: «Ξέρεις, ὁ “τάδε” εἶναι “μπεῖξος καί δεῖξος”. Κι ἄν τοῦ πεῖς “μά, πῶς τά λές αὐτά;” θά σοῦ ἀποκαλύψει ὅτι “ἔχει ἕναν συγγενῆ στόν “Εὐαγγελισμό”, ὅτι “ἡ μάνα του εἶναι φίλη μέ τήν σπιτονοικοκυρά μιᾶς παλιᾶς συμμαθήτριας τοῦ Μητσοτάκη” ἤ ὅτι “ὁ θυρωρός τῆς πολυκατοικίας πού ἔμενε ὁ Τσίπρας μοῦ ἔχει πεῖ ‘τό καί τό» καί ἄλλα παρόμοια καί ἴσως ἀκόμη πιό γελοῖα! Τά παιδιά, λοιπόν, μιά χαρά θά τά πᾶνε μέ τή μάσκα κι ἀφῆστε τίς ἀηδίες, πού ἀραδιάζονται γιά κατανάλωση μεταξύ ἡμῶν, τῶν μεγάλων καί εὐεπίφορων σέ κάθε εἴδους περίεργη ἄποψη.
Χθές, λοιπόν, ἔβαλα τήν μάσκα μου καί πῆγα νά ἀποχαιρετήσω ἕναν καλό φίλο –καί πιστό φίλο τοῦ Ἐθνικοῦ μας, τόν παλιό καπετάνιο Κωνσταντῖνο Ἀγγελόπουλο, γείτονά μου στήν Καστέλλα. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη στόν ναΐσκο τοῦ Νεκροταφείου τῆς «Ἀναστάσεως», στόν Πειραιᾶ, ὅπου γίνονται πλέον ταφές μόνο σέ «οἰκογενειακούς» τάφους. Θέλω νά σᾶς ἐξομολογηθῶ ὅτι ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία μέ μαγεύει! Τά λόγια τῶν ψαλμῶν καί τῶν εὐχῶν τῶν ἱερέων εἶναι μοναδικῆς γλυκύτητας, ἀληθείας καί δυνάμεως. Κλείνω τά μάτια καί βλέπω τήν ματαιότητα τῆς ζωῆς καί τό μεγαλεῖο τοῦ βίου. Καί παράλληλα, ἀναρριγῶ στό ἄκουσμα τῶν «ὀστῶν τῶν γεγυμνωμένων», καθώς δέν δύνασαι πλέον νά διακρίνεις «τίς ἐστίν Βασιλεύς ἤ στρατιώτης ἤ πλούσιος ἤ πένης»… Χθές, λοιπόν, τά παιδιά τοῦ φίλου μου εἶχαν ἐξασφαλίσει μιά τετραμελῆ ἀνδρική χορωδία, ἡ ὁποία (σέ ὕφος μπέλ-κάντο) ἀπέδιδε τούς ψαλμούς τῆς ἀκολουθίας. Δέν συμφωνῶ μέ τήν «Ἑπτανησιακή» σχολή ψαλμωδίας, προτιμῶ τήν Βυζαντινή, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά οἱ ἐξαίσιες φωνές τῶν χορωδῶν ἠρεμοῦσαν τήν ψυχή καί γαλήνευαν τήν διάθεση. Ὅλα αὐτά, μέχρι νά ἁρπάξει τά δύο (!) μικρόφωνα ὁ ἱερέας καί νά ἀρχίσει νά ψάλει (παράφωνος δυστυχῶς) καταστρέφοντας ὅ,τι προσπαθοῦσαν νά οἰκοδομήσουν οἱ χορωδοί.
Βρέ χριστιανέ μου, τί χρειάζονται δύο μικρόφωνα σέ ἕναν ναΐσκο καί μάλιστα μικρόφωνα «μοντέρνα», μέ «σπιράλ» βάσεις, λές καί βρισκόμαστε σέ μπουζουκτσήδικο τῆς παραλίας;
Τί χρειάζεται ἡ μικροφωνική ἐγκατάσταση σέ ἕναν τόσο μικρό χῶρο καί μάλιστα γιά τελετές ἀποχαιρετισμοῦ, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν κατάνυξη καί περισυλλογή; Δέν εἴμαστε μουσουλμάνοι γιά νά ἀκούγεται ὁ μουεζίνης χιλιόμετρα μακρυά. Ὀρθόδοξοι εἴμαστε, ταπεινοί. Ἄς καταργηθοῦν αὐτά τά κακοποιά μεγάφωνα ἀπό τούς ναούς. Κυρίως ἀπό αὐτούς τῶν κοιμητηρίων!