Περπάτησα πολύ-και περπατώ- αυτό τον καιρό
Περπατώ σε δρόμους τους οποίους δεν μπορούσα να πλησιάσω ως πεζός, σε λεωφόρους τις οποίες απεχθανόμουν σαν τις αμαρτίες μου, σε πεζοδρόμια τα οποία ήσαν καθημερινά κατειλημμένα από μηχανάκια, μοτοσυκλέττες, αυτοκίνητα. Περπατώ και αναπνέω έναν αέρα καθαρό, δεν υπάρχει εκείνη η γεύση της καμμένης βενζίνης, των εν αποσυνθέσει απορριμμάτων στους κάδους, οι οποίοι, (ως εκ θαύματος) είναι σχεδόν πάντοτε άδειοι! Μέχρι και ελαφρό «τζόγκινγκ» επιχειρώ σε κάποιες μεταμεσονύκτιες ώρες, που βγαίνω στην παραλιακή της Καστέλλας, όπου κυκλοφορούν μόνο τα νεογέννητα γατιά (η κατ΄ έτος «εαρινή συγκομιδή»), όπου το Τουρκολίμανο είναι ένας ορθάνοιχτος διάδρομος και η θάλασσα …μυρίζει θάλασσα! Κι αν με βγάλει ο δρόμος στο Πασαλιμάνι, εκεί που αράζουν, τις πρώτες πρωινές ώρες, τα μικρά αλιευτικά, θα απολαύσω τα τελάρα με τα ολοζώντανα αλιεύματα και τον ψαρά να τα βρέχει με θαλασσόνερο για να διατηρηθούν «στην πέννα» μέχρι που θα αρχίσουν να έρχονται οι πρώτοι πελάτες, με το πρώτο φως… Σκηνές, δηλαδή, που σε γυρίζουν στην εποχή του ΄60-΄70, τότε που μόλις άρχιζε η «αξιοποίηση» και απελευθερωνόταν ο οίστρος των «κατασκευαστών», που κατέστρεψε τα νεοκλασικά της Φρεαττύδας και της Πειραϊκής, και απέκοψε τον «έσω» Πειραιά από την θαλασσινή αύρα, η οποία σταματά πλέον στους τοίχους και τους υαλοπίνακες των πολυκατοικιών και των γραφείων, με την μορφή μιας περίεργης και- πολλές φορές- δύσοσμης υγρασίας… Μπορώ και περπατώ ανενόχλητος στην έρημη ακτή Μιαούλη και ανασαίνω έναν αέρα που θυμίζει Κυκλάδες! Αργούν, δεμένα ή βολοδέρνουν τα τερατώδη κρουαζιερόπλοια, αλλά και πολύ λιγότερα ακτοπλοϊκά και «κονταίηνερ» κινούνται αυτό τον καιρό. Ναι, ο τουρισμός «τέλος» για εφέτος, ναι, η ακτοπλοΐα δοκιμάζεται ιδιαίτερα, αλλά το ότι η ατμόσφαιρα καθάρισε, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Και ίσως αυτό θα πρέπει να μας πείσει, επί τέλους, για την εφαρμογή σωστών μέτρων, σε ό,τι αφορά στην ρύπανση του περιβάλλοντος, το οποίο παίρνει τώρα βαθειές ανάσες…
Ανεβαίνω σχεδόν τρέχοντας την άλλοτε «μποτιλιαρισμένη» Βασιλέως Γεωργίου και βλέπω- ώρα τρεις το πρωί- μια πόλη που θα μπορούσε να είναι «ανθρώπινη» αν βρισκόταν ένας τρόπος να κινούνται τα πράγματα με χαμηλές ταχύτητες… Είναι αλήθεια, ότι η δοκιμασία την οποία υφιστάμεθα, έχει πολύ περισσότερα αρνητικά, παρά θετικά. Τα αρνητικά σωρεύονται περί την Οικονομία, η οποία αναμένεται να πιεσθεί μέχρι μεγίστης συρρικνώσεως, καθώς τα χρέη των χωρών έχουν πλέον διογκωθεί και θα φουσκώσουν περισσότερο.
Και εδώ, έρχεται η λογική του απλού ανθρώπου, του Στέλιου, του κρεοπώλη, ο οποίος -πεπεισμένος ότι ομιλεί σε ειδήμονα- μου απευθύνει το ερώτημα: «Αλήθεια, αγαπητέ, ποιός χρωστάει σε ποιόν και τί;». Και αμέσως, απαντά ο ίδιος: «Αν δεν σβήσουν όλοι, όλα τα χρέη και τα δάνεια να ξεκινήσει το κοντέρ από το μηδέν, όπως μετά τον πόλεμο, δεν καθαρίζουμε!». «Μα, δεν βρισκόμαστε σε πόλεμο, νομίζω» απαντώ όσο πιο ήρεμα γίνεται… Εκείνος, όμως, κατεβάζοντας με δύναμη τον μπαλτά και κόβει με πλήγμα ακριβείας ένα αρνίσιο «χεράκι», έχει έτοιμη και την λύση. «Το είδες αυτό; Έτσι λύνονται τα θέματα. Σαν τον Μεγαλέξαντρο. Με τον μπαλτά!» Δεν τόλμησα να αναφέρω ότι ο Αλέξανδρος έκοψε τον δεσμό με ξίφος. Αλλά ποία η διαφορά, ως προς το αποτέλεσμα;