Προσπαθώντας νά κάνουμε τόν ἀητό μας νά πετάξει, ἡ ἐγγονή μας εἶχε ἀρχίσει νά ἐκνευρίζεται
Βεβαίως, ἔχουν ἀλλάξει πολύ τά πράγματα. Ἄλλο ἡ ταράτσα καί ἄλλο ἡ ἀλάνα!
Στήν ἀλάνα, ἀμόλαγες καλούμπα καί ὁ φίλος σου πήγαινε καμμιά πενηνταριά μέτρα πιό πέρα, κρατοῦσε «κεφάλι» κι ἐσύ τραβοῦσες τόν σπάγκο καί ὁ αητός σηκωνόταν περήφανος, μέ τίς «σβουρῆχτρες» νά κάνουν ἐκείνον τόν ὄμορφο ἦχο καί ὁ χάρτινος φίλος σου νά ὑψώνεται κουνιστός καί λυγιστός στόν οὐρανό!
Ἡ ἐγγονή ἐπέμενε νά φτιάξουμε καινούριο ἀετό μόνοι μας, ἀλλά ποῦ νά βρεῖς τά ὑλικά. Κλειστά τά καταστήματα, μόνο μέ ἀλευρόκολλα δέν φτιάχνεις ἀετό. Θέλεις καί τό κατάλληλο χαρτί, τά ξύλα ἤ τά καλάμια, κομμένα συμμετρικά.
Ἔτσι, ἀρκεστήκαμε στόν περυσινό, πού τόν εἶχα –προνοητικός ὤν– φυλάξει στήν ἀποθήκη τῆς ταράτσας. Κουτσά-στραβά, μέ μιά προσεκτική διόρθωση στά «ζύγια» καί δύο μεγάλα «σκουλαρίκια», τόν φέραμε σέ ἰσορροπία καί, ἔπειτα ἀπό μερικές ἀποτυχημένες προσπάθειες, σηκώθηκε καί πέταξε, βάζοντας ἀπό κάτω του ὅλους τούς ἀετούς τῆς γειτονιᾶς, καθώς εἴχαμε φυλάξει ἀπό πέρυσι καί μιά καλούμπα ἐφεδρική, μέ τόν σπάγκο καλά κερωμένο, παλαιομοδίτικο…
Ἡ μικρή (πού ἔχει φτάσει πλέον τά δώδεκα καί ἀρχίζει νά φέρεται ὡς δεσποινίς) κράτησε γιά ἀρκετή ὥρα τόν ἀετό, τοῦ ἔκανε δυό-τρεῖς «τραβηχτικές» καί ἔπειτα μοῦ ζήτησε νά κόψουμε τόν σπάγκο καί νά τόν ἀφήσουμε νά φύγει!
«Ἄς πάει ὅπου θέλει, ἴσως τόν βρεῖ κάποιος πού δέν ἔχει ἀετό. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, τοῦ χρόνου θά φτιάξεις ἄλλον!» μοῦ εἶπε καί συμφώνησα. Κόψαμε τόν σπάγκο καί ὁ ἀετός ἄρχισε νά ξεμακραίνει, πίσω ἀπό τόν λοφίσκο τῆς Καστέλας. Μακάρι νά τόν σεβαστεῖ ὅποιος τόν βρεῖ, καθ’ ὅτι ἔχει καί τό σῆμα τοῦ «Ἐθνικοῦ» μας…
Κι ὕστερα, καθώς τό σαρακοστιανό τραπέζι ἦταν στρωμένο, εὐωδιαστό, ἡ μικρή μέ ρώτησε: «Ποιούς θά καλοῦσες χθές, τελευταία ἡμέρα τῆς ἀποκριᾶς, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ καραντίνα;» Κι ἐγώ, πῆγα στό πίκ-ἄπ καί τῆς ἔβαλα τό «Πάρτυ» μέ τόν Κηλαηδόνη. «Ἄκουσε ποιούς θά καλοῦσα καί ποιοί εἶναι οἱ φίλοι μου» τῆς εἶπα καί κατέβασα τήν βελόνα…
«Θέλω ἕνα βράδυ νά κάνω ἕνα πάρτι, πάρτι ἀπό ἐκεῖνα τά παλιά/ καί νά καλέσω σέ ἐκεῖνο τό πάρτι, νά ’ρθουν τά πιό καλά παιδιά./
Νά ’ρθει ὁ Φελίνι, νά ’ρθει κι ὁ Μᾶρκος, νά ’ρθουν οἱ Μπήτλς, νά ’ρθεῖ ὁ Σαρλώ/ νά ’ρθεῖ ὁ Καντίνσκι, νά ’ρθει κι ὁ Μπόρχες, νά ’ρθει ὁ Σινάτρα καί νά ’μαι κι ἐγώ./ Νά ’ρθει ὁ Σεγκόβια, νά ’ρθει ὁ Πικάσο, νά ’ρθει κι ὁ Ντίσνεϋ, νά ’ρθει κι ὁ Μπρέλ, νά ’ρθει ὁ Πρίσλεϋ, νά ’ρθει κι ὁ Μπόγκαρτ, νά ’ρθει κι ὁ Βάιλ καί νά ’ρθει κι ὁ Μπρέχτ./ Νά ’ρθει ὁ Σαββόπουλος, νά ’ρθει κι ὁ Λέστερ, νά ’ρθει ὁ Τζέρεμυ, νά ’ρθει ὁ Τρυφώ, νά ’ρθει ὁ Τζήν Κέλλυ, νά ’ρθει ὁ Σκότ Τζόπλιν καί ξαφνικά νά μπουκάρει ὁ Ζορό!/»…
«Θά χωροῦσαν ὅλοι αὐτοί στό σπίτι;» μέ ρώτησε, μέ βλέμμα πονηρό. «Οἱ καλοί παντοῦ χωρᾶνε!» τῆς εἶπα καί τῆς ἔδωσα ἕνα φιλί! Καί τοῦ χρόνου, ἐλεύθεροι!