Ἡ περιγραφή, ἀγαπητοί, εἶναι ἀκριβής
Τό ραντεβού μου γιά τόν ἐμβολιασμό ἦταν στίς 19.07 στό Ἐμβολιαστικό Κέντρο «Γ.Ν.Π Τζάννειο, Ζαννῆ καί Ἀφεντούλη, Πειραιᾶς 18536»…
Ἔχω κάνει πολλά ἐμβόλια. Ἰδιαίτερα ὅταν πήγαινα ἀποστολές σέ μακρινές χῶρες. Αὐτή τή φορά, ὅμως, χωρίς κάποια ἐξήγηση, αἰσθανόμουν ὅτι τό ἐμβόλιο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία.
«Γιατί πρέπει νά ντυθεῖς “γκράν” γιά νά πᾶς γιά τό ἐμβόλιο; Βάλε τά ἀθλητικά σου καί μιά φανελίτσα, γιά νά μήν βγάζεις τό πουκάμισο σάν τόν Κυριάκο» μοῦ σφύριξε ἡ συμβία, προγραμματισμένη νά ἐμβολιαστεῖ μετά ἀπό εἰκοσαήμερο…
Ξυρίστηκα, ἔβαλα τό “after shave”, τήν κολώνια καί τό ἀποσμητικό μου, φόρεσα τό πουκάμισο, “σύρ μεζύρ” (τότε πού εἴχαμε χρήματα), τά μανικετόκουμπα τοῦ πατέρα μου, τό γκρί σκοῦρο κοστούμι (ραμμένο στόν Κωστάκο, στήν Χρ. Λαδᾶ [ὅταν φορούσαμε κοστούμι στό γραφεῖο]), τά παπούτσια τῆς Clarks, ἀγορασμένα τό 2004 (ἀκόμη εἶναι μιά χαρά) στό Λονδῖνο (τότε, πού ταξιδεύαμε), τήν γραβάτα τοῦ Ναυτικοῦ (πρώην Βασιλικοῦ) Ὁμίλου Ἑλλάδος, τό σῆμα τοῦ «Ἐθνικοῦ» στό πέτο καί ἑτοιμάστηκα νά ἀναχωρήσω. «Θά καλέσω ταξί» μοῦ λέει ἡ συμβία, πού ἔπρεπε νά μείνει σπίτι μέ τήν ἐγγονή μας λόγῳ ἀπουσίας τῶν παιδιῶν. «Ὄχι, βέβαια, θά ὁδηγήσω» εἶπα καί σέ λίγο, παρκάριζα στήν ὁδό Κανθάρου, κοντά στό Τζάννειο.
Τό Ἐμβολιαστικό Κέντρο φιλοξενεῖται στό ἰσόγειο τῶν διοικητικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Τζαννείου. Λίγος κόσμος, πεντακάθαρα ὅλα, ἡσυχία, πολιτισμός. «Συμπληρῶστε, παρακαλῶ, στό ἔντυπο ὀνοματεπώνυμο, ΑΜΚΑ καί ἕνα κινητό τηλέφωνο» μοῦ λέει μιά εὐγενέστατη ὑπάλληλος. Συμπληρώνω καί κάθομαι στήν ἀναμονή. Αὔξων ἀριθμός «208». Κάθομαι καί περιμένω. Κάποιοι ἀπό τούς ἀναμένοντες, μέ ἀναγνωρίζουν. Χωριό ὁ Πειραιᾶς, βλέπεις…
Πιάνουμε κουβέντα. Ὅλοι μέ ρωτοῦν «τί θά γίνει μέ τόν κορωνοϊό». Ἀπαντῶ σηκώνοντας τούς ὤμους. «Κι ἐγώ ἐδῶ εἶμαι, ὅπως βλέπετε, “τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενος”»…
Ἔρχεται ἡ σειρά μου. Δύο κυρίες στόν θάλαμο. Μιά νεαρή ἰατρός καί μιά λίγο μεγαλύτερη νοσηλεύτρια. Βγάζω τό σακάκι καί σηκώνω τό ἀριστερό μανίκι. «Ὄχι, καλέ. Βγάλτε τό πουκάμισο!» μοῦ λέει ἡ νοσηλεύτρια. «Ἐλπίζω νά εἶμαι ἀρκετά ἀθλητικός!» τῆς λέω καί ἐκείνη χαμογελᾷ μέ νόημα, σημάδι ὅτι ἔπιασε τό ὑπονοούμενο. Ἕνα σχεδόν ἀνεπαίσθητο τσίμπημα καί «τελειώσαμε, μιά χαρά, περάστε δίπλα νά ντυθεῖτε» μοῦ λέει. «Πῶς μέ εἴδατε; Ἀθλητικός;» λέω, μέ χαμόγελο. Ἡ ἰατρός ἀνταποκρίνεται. «Μιά χαρά, γυμνασμένος γιά τήν ἡλικία σας!» Τί τό ’θελες, βρέ παιδί μου, καί σέ εἶχα συμπαθήσει;
Ἔχω ντυθεῖ, χτυπάει τό κινητό. Μήνυμα. «Λέτε νά εἶναι ὁ Μπίλ Γκέιτς;» λέω στήν ἰατρό. «Μᾶλλον ὁ Πιερρακάκης!» μοῦ ἀπαντᾷ. Κοιτάζω τήν ὀθόνη. Οὔτε δύο λεπτά δέν ἔχουν περάσει ἀπό τόν ἐμβολιασμό καί στήν ὀθόνη βλέπω: «Τό ραντεβού μου εἶναι: 29 Ἀπριλίου ὥρα 17.12 κ.λπ.»…
Μιά χαρά τό ἐπιτελικόν κράτος. Κάθομαι ἀκριβῶς ἕνα τέταρτο καί διαβάζω ἕνα ἔντυπο. Στίς ἑπτά καί μισή, ὁδηγῶ πίσω, στό σπίτι. «Πῶς αἰσθάνεσαι παπποῦ;» μέ ρωτάει ἡ ἐγγονή μας. «Ἕτοιμος γιά ποδήλατο!» τῆς ἀπαντῶ.
«Δέν θά βγάλεις τή μάσκα τώρα πού ἔκανες τό ἐμβόλιο;» μέ ρωτᾷ. «Τήν μάσκα θά τήν βγάλουμε ὅλοι, ὅταν θά ἔχει περάσει τό κακό» τῆς λέω καί ἀνεβαίνω τήν σκάλα. Ἕνα ἀκόμη βῆμα πρός τήν κανονικότητα…