Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά καθίσω γιά πολύ ἐμπρός στήν τηλεόραση καί νά μήν ἐκνευρισθῶ
Ἀφορμή, σχεδόν πάντοτε, ἡ ἐν ψυχρῶ δολοφονία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπό ἐκείνους, στούς ὁποίους κάποιοι ἐπιτρέπουν νά δημοσιολογοῦν καί νά ἀπευθύνονται στό εὐρύ κοινό.
Πετᾶνε κάτι «τοῦ διευθύνων συμβούλου» καί σέ παίρνουν τά σκάγια. Ἡ ἄλλη, πάλι, πού ἐμφανίζεται σέ ἕνα αἰσχρό καί ἐξευτελιστικό γιά τήν γυναῖκα «ριάλιτι», λέει «γενικά, στή ζωή μου, εἶμαι προφυλακτική». Ὁ ἐκφωνητής πού μεταδίδει ποδοσφαιρικούς ἀγῶνες, ἐπιμένει ὅτι ὁ «Ἀπόλλων» εἶναι ὄνομα ἄκλιτο, ὅπως καί ὅτι κάτι «πρόκεται» καί ὄχι «πρόκειται» να συμβεῖ.
Γενικῶς, τηλεόραση καί ραδιόφωνο προβαίνουν πολύ συχνά σέ σφαγή τῆς γλώσσας. Γιά αὐτό καί προχθές, πού βλέπαμε τήν ταινία «Ὁ στρίγγλος πού ἔγινε ἀρνάκι», μεταφορά στό σινεμά τοῦ θεατρικοῦ «Μιά κυρία ἀτυχήσασα», τῶν Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, ἀγαλλίασε ἡ ψυχή μου!
Ὑπάρχει μία σκηνή στήν ταινία, πού ἄν τήν ἀκούσει ἕνας σημερινός μαθητής Γυμνασίου, θά νομίζει ὅτι ἀκούει ξένη γλῶσσα!
Ὁ Λάμπρος Κωνσταντάρας καί ἡ Μάρω Κοντοῦ εἶναι καθισμένοι σέ ἕνα καφενεδάκι, καί μέσα ἀπό τόν διάλογό τους παραδίδεται δωρεάν ἕνα ἔξοχο μάθημα ἑλληνικῶν.
Οἱ δύο τους κλίνουν τήν μετοχή τῶν ρημάτων «εὐτυχῶ» καί «ἀτυχῶ», μέ ἔκδηλη τήν χιουμοριστική πρόθεση. Ὡστόσο, μέσα ἀπό τόν συγκεκριμένο διάλογο, ὁ θεατής τῶν μετρίων γραμματικῶν γνώσεων ἄκουγε τήν σωστή ἔκφραση τῶν ἑλληνικῶν. Καί δέν μπορεῖ, κάτι θά «ἅρπαζε»…
Παραθέτουμε τήν ἐν λόγω, ἐπιμορφωτικώτατη, συνομιλία Λάμπρου – Μάρως.
–Δηλαδή, εἶστε μιά κυρία ἀτυχήσασα, νά ποῦμε…
–Ἀκριβῶς!
–Μυστήριο!
–Τί μυστήριο;
–Διότι, ἄν ἐσεῖς εἶστε μιά κυρία ἀτυχήσασα, δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς θά εἶναι οἱ εὐτυχήσασες.
–Ἔχω κάνει καί εὐτυχήσασα καί ἄν σᾶς παραξενεύει τό ντύσιμό μου, σᾶς λέω, ὅτι εἶμαι μιά κυρία ἀτυχήσασα μέ τά ροῦχα μιᾶς κυρίας εὐτυχησάσης!
–Ὦ κυρία μου, ἐπιτρέψτε μου, μέ τό συναδελφικό μου θάρρος..
–Δηλαδή, πῶς συναδελφικό;
–Ἀτυχήσας καί ἐγώ..
–Ἀτυχήσας καί σεῖς;
–Ἀτυχήσας καί ἀτυχών…
Τί ὄμορφο, τί ἁπλό, τί κατανοητό καί χρήσιμο μάθημα γραμματικῆς, μέσα ἀπό τήν μεγάλη ὀθόνη! Μήν περιμένετε κάτι ἀνάλογο σήμερα. Οἱ περισσότερες λέξεις πού χρησιμοποιοῦνται στό ἑλληνικό σινεμά καί τηλεόραση, εἶναι ξενικές.
Σκέψου, δηλαδή, νά ἔλεγε σήμερα ὁ καθηγητής σέ ἕναν μαθητή τοῦ Γυμνασίου αὐτό πού μᾶς ἔλεγε ὁ καθηγητής μας τῶν Ἀρχαίων, ὁ Δημήτριος Ληξουριώτης: «Πές μας, παιδί μου, τό μάθημα, ἀσκαρδαμυκτί!»…
Κι ἐμεῖς, ὅταν πρωτακούσαμε τήν λέξη, «πάθαμε τήν πλάκα μας», ἀλλά, ὅπως ἦταν φυσικό, ζητήσαμε νά μᾶς τήν ἐξηγήσει.
Κι ἔτσι μάθαμε ὅτι ὅταν κοιτάζεις κάποιον ἐπίμονα, χωρίς κάν νά ἀνοιγοκλείνεις τά βλέφαρά σου, τότε τόν κοιτάζεις ἀσκαρδαμυκτί.
Πρόκειται γιά ἀρχαιοπρεπές ἐπίρρημα, σύνθετη λέξη ἀπό τό στερητικό «α-» καί τό ρῆμα σκαρδαμύσσω (ἀνοιγοκλείνω τά βλέφαρα, βλεφαρίζω). Ἐνίοτε, σήμερα, χρησιμοποιοῦμε τό «ἀσκαρδαμυκτί» μεταφορικῶς, θέλοντας νά ἀποδώσουμε τήν παθητικότητα μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε καταστάσεις καί γεγονότα στή ζωή μας.
Τήν λέξη τήν συνάντησα στό «Κέντρο Ἐκπαιδεύσεως Κορίνθου», ὅπου ὁ ἐπαρχιώτης λοχίας, πού μοῦ ἀνέθεσε νά γράφω «κασέτες», γιά νά ἀκούγονται στά μεγάφωνα τοῦ Στρατοπέδου, δύο ὧρες κάθε μέρα, μοῦ εἶπε: «Θέλω νά ἐκτελεσθεῖ ἡ ἐντολή μου ἀσκαρδαμυκτί», πιστεύοντας ὅτι δέν γνώριζα τί σημαίνει ἡ λέξη. Ἐκεῖνος μᾶλλον νόμιζε ὅτι σήμαινε «γρήγορα». «Αὐθωρεί καί παραχρῆμα!» τοῦ ἀπάντησα καί τόν εἶδα νά φεύγει τρέχοντας! Μᾶλλον νόμιζε ὅτι θά τοῦ ζητοῦσα δανεικά!