Καθώς τό τρόλλεϋ εἶχε καθυστερήσει…
… σήκωσα τό χέρι καί σταμάτησα τό ταξί. Τό ὄχημα ἔκανε στό πλάι, ἄναψε τά ἀλάρμ, κι ἐγώ, ἀφοῦ φόρεσα τήν μάσκα μου, μπῆκα στό πίσω κάθισμα.
Ἦταν ἕνα σκόντα, ἀπ’ αὐτά μέ τό μεγάλο πόρτ-μπαγκάζ, ἄνετο, ὁλοκάθαρο, μύριζε πάστρα καί φροντίδα. Κοίταξα τόν ὁδηγό. Ἦταν μιά γυναίκα, λεπτή, καλοχτενισμένη, εὐγενέστατη. Τῆς εἶπα τόν προορισμό καί πιάσαμε τήν κουβέντα. «Ἀντιμετωπίζετε δυσκολίες μέ τό ἐπάγγελμα πού ἐπιλέξατε;» τήν ρώτησα. «Μοῦ ἄφησε τό ταξί ὁ πατέρας μου καί σκέφθηκα ὅτι θά εἶμαι “ἀφεντικό τοῦ ἑαυτοῦ μου”»…
«Τήν κάνετε αὐτή τήν ἐργασία πολλά χρόνια;» τήν ἐρωτῶ. Εἶναι στό τιμόνι δεκατέσσερα χρόνια! Ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς πελάτες μέ τάκτ καί μέ εὐγένεια, δέν τῆς ἔτυχε μέχρι σήμερα κάτι ἀπρόοπτο. Ἀποφεύγει νά ἐργάζεται νύχτα (μόνον ἄν τήν ζητήσουν κάποιοι ἀπό τούς πελάτες της) καί προτιμᾶ νά ἐργάζεται μέ συγκεκριμένους πελάτες.
«Ἔχω πελάτες ἀνθρώπους σοβαρούς, κυρίως μεγάλης ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν ταξί γιά τίς μετακινήσεις τους. Ὁ περισσότερος χρόνος μου στό τιμόνι ἀφορᾶ σταθερούς πελάτες. Μοῦ τηλεφωνοῦν στό κινητό καί πηγαίνω νά τούς πάρω καί νά τούς γυρίσω στό σπίτι. Εἶναι ἐπίσης γονεῖς, πού τά παιδιά τους πηγαίνουν σέ κάποιο φροντιστήριο καί τελειώνουν βράδυ, ὁπότε τά περιμένω καί τά παραλαμβάνω νά τά πάω, ἀσφαλῆ, στό σπίτι. Ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα τά τελευταῖα χρόνια. Μέ τό πού νυχτώνει, τό ταξί κλειδώνει. Ὑπάρχει καί ἡ οἰκογένεια. Ἀσφαλῶς, δέν θά μποροῦσα νά ἐργάζομαι ὡς ὁδηγός. Τά χρήματα θά ἦταν πολύ λιγώτερα καί οἱ ἀπαιτήσεις πολύ μεγαλύτερες. Δόξα Τῷ Θεῷ καλά εἴμαστε. Περάσαμε καί τήν ἀγωνία μέ τόν κορωνοϊό. Ἄν δέν εἴχαμε κάποιες οἰκονομίες στήν ἄκρη, θά εἴχαμε πεινάσει».
«Καί τώρα; Πῶς εἶναι τά πράγματα;» ἐρωτῶ. «Εὐτυχῶς, καλύτερα. Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἀθήνα γέμισε τουρίστες. Ἐδῶ καί μία ἑβδομάδα πηγαινοφέρνω Γάλλους. Γι’ αὐτούς τό ταξί στήν Ἑλλάδα εἶναι πάμφθηνο. Μιά διαδρομή Σύνταγμα-Γλυφάδα κοστίζει ὅσο θά πλήρωναν δύο ἄτομα μέ τό λεωφορεῖο στό Παρίσι! Νά τά λέμε ὅλα. Ναί, παίρνουν μεγάλους μισθούς οἱ ξένοι, ἀλλά ποιό εἶναι τό κόστος ζωῆς στήν πατρίδα τους;»…
Δέν ἀντέχω στόν πειρασμό: «Πῶς τά βλέπετε τά πολιτικά;» τήν ρωτῶ. «Ἀκοῦστε, κύριε. Δέν κουβεντιάζω πολιτικά. Καί ὅποτε μοῦ ἀνοίξουν κουβέντα, τήν ἀποφεύγω. Ὡστόσο, ὅταν ἀκούω κάποιους νά βρίζουν σέ κάθε λέξη πού λέει τό ραδιόφωνο, κάποιες φορές παρεμβαίνω. Δέν μπορεῖ γιά ὅλα νά φταῖνε οἱ κυβερνήσεις. Πῆρα ἕναν πελάτη προχθές καί ἔβριζε τόν πρωθυπουργό. “Μά, ἐσύ τόν ἀποθέωνες πρίν λίγο καιρό” τοῦ λέω.
“Ναί, ἀλλά δέν πρέπει κάπου νά ξεσπάσω κι ἐγώ;” μοῦ λέει. Καταλαβαίνετε; Γιά νά ξεσπάσει ὁ ἄλλος, βρίζει ὅποιον βρεῖ μπροστά του! Κι ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε». Πλησιάζουμε στό σπίτι. «Καί βάζετε στό ταξί ὅποιον σηκώσει τό χέρι;» ἐρωτῶ. «Ὄχι, φυσικά! Ἄν δέν τόν ἐγκρίνει τοι ἔνστικτό μου καί ἡ ἐμπειρία μου, δέν σταματῶ» μοῦ ἀπαντᾶ. «Κι ἐμένα γιατί μέ πήρατε;» ἐρωτῶ. «Ἔ, τώρα. Ἀξιοπρεπής κύριος, κομψός, καλοντυμένος, καθαρός, ἀξιοπρεπής!» μοῦ λέει. Φυσικά, δέν ζήτησα ρέστα!