«EΛΛΑΔΑ εἶναι τό βλέμμα μου. Ὁ τρόπος πού κοιτάζω τόν κόσμο» εἶχε γράψει πρό δεκαετίας σέ ἕνα σημείωμά της ἡ γνωστή στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου.
Αὐτή τήν Ἑλλάδα μᾶς ἔδειξε μέ τό βλέμμα της καί μέ τήν ἀναλλοίωτη στόν χρόνο φωνή της, τήν Πέμπτη τό βράδυ στό Ἡρώδειο, σέ μιά συγκλονιστική βραδυά, ἕνας μῦθος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ: Ἡ Νάνα Μούσχουρη. Τήν Ἑλλάδα πού μπορεῖ νά εἶναι ταυτόχρονα καί παγκόσμια καί τοπική. Καί ἐγχώρια καί οἰκουμενική. Καί ἐσωστρεφής ἀλλά καί ἀπέραντη. Τήν Ἑλλάδα πού δέν διστάζει νά βγεῖ ἀπό τά σύνορά της καί νά πεῖ τά συναισθήματά της στίς γλῶσσες τῶν ἄλλων.
Νιώθω εἰλικρινά εὐλογημένος πού βρέθηκα στίς κερκίδες τοῦ Ἡρωδείου, ἀνάμεσα στίς 4.000 τῶν θεατῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν, πού καθηλώθηκαν καί ἄκουσαν ἐπί δύο ὁλόκληρες ὧρες τήν Ἑλληνίδα ἑρμηνεύτρια νά ἐκτίθεται ἐνώπιόν τους, τρακαρισμένη μά καί ἀγέρωχη, συγκινημένη μά καί ἀποφασιστική, νά μιλᾶ γιά τίς ἑλληνικές ἀξίες. Μεγάλωσα μέ τήν «Ἑντεκάτη Ἐντολή» τοῦ Νίκου Γκάτσου καί μέ τήν φωνή της. Ἔζησα πολύ δυνατές συγκινήσεις βλέποντας στήν τηλεόραση τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ νά παρακολουθεῖ ντυμένος μέ λευκό κοστούμι τήν πρώτη συναυλία της στό Ἡρώδειο τό 1984 –προχθές ἦταν ἐκεῖ ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος καί ὁ Ἀχιλλέας Καραμανλῆς μέ τήν σύζυγό του Νίκη. Ὀνειρεύτηκα μαζί της τά βράδυα πού μελετούσαμε γιά τίς ἐξετάσεις στήν Νομική ταξιδεύοντας μέχρι τό Κατμαντού. Ἡ ζωή τά εἶχε φέρει ὅμως ἔτσι νά μήν ἀκούσω ποτέ ἀπό κοντά αὐτή τήν συγκλονιστικῆς ἀθωότητας φωνή πού στήν ἐκφορά της μοιάζει μέ καθάριο νερό πηγῆς.
Ἡ Νάνα πού ὀνειρευόμασταν ἦταν ὄντως ἐκεῖ, παροῦσα στήν πρόσκληση τῆς «Ἐλπίδας» τῆς Μαριάννας Βαρδινογιάννη. Καί ὑπῆρξε μία ἀπροσδόκητη ἔκπληξη. Δέν ἀκολούθησε τήν πεπατημένη, τό ἀναμενόμενο. Δέν ἔκανε ἀπολογισμό. Δέν βολεύτηκε στήν παλαιά Νάνα. Ἀντιθέτως: Μᾶς πῆγε ἀπό τόν Χατζιδάκι ἕως τήν Ἔιμυ Γουάινχαουζ. Ἀπό τόν Πλέσσα μέχρι τόν Μπόμπ Ντύλαν. Ἀπό τήν Βίκυ Μοσχολιού μέχρι τόν Λέοναρντ Κοέν. Ἀπό τήν Μελίνα μέχρι τόν Ἀζναβούρ. Ἦταν ἀπέραντα ἑλληνική μά καί συγκλονιστικά οἰκουμενική.
Αὐτό πού μέ συγκλόνισε ὅμως σέ αὐτό τόν μῦθο ἦταν τό ἀπίστευτο μεῖγμα συστολῆς καί δύναμης. Συστολῆς, διότι ἀπευθυνόταν στό κοινό μέ τήν σεμνότητα καί τήν ντροπαλότητα κάποιας πού δέν εἶναι φτασμένη ἐνῶ εἶναι καί μάλιστα ντίβα. Ντίβα χωρίς τουπέ. Τῆς δύναμης, γιατί παρά τό τράκ γνώριζε πῶς νά διαχειριστεῖ τήν φωνή της ὥστε νά ὁλοκληρώσει στίς 11.45μ.μ. μία σόλο συναυλία πού ξεκίνησε χωρίς διάλειμμα στίς 9.15μ.μ. Μέ ἄλλα λόγια δίδαξε ἡγεσία στά δικά μου τά μάτια.
Ἡ κόρη τοῦ μηχανικοῦ κινηματογράφων πού ἔμαθε τό τραγούδι καί τήν μουσική μέσα στίς σκοτεινές αἴθουσες στάθηκε ἀπέριττη ἐκεῖ, μπροστά μας, διέθεσε τόν ἑαυτό της στήν πατρίδα καί μᾶς ἔδειξε: Νά πῶς παραδίδεται ἡ σκυτάλη. Νά ποιά εἶναι ἡ κληρονομιά αὐτή τῆς ὑπέροχης κοσμοπολίτικης Ἑλλάδος τοῦ 1960 πού πίστευε βαθειά πώς ὅσο πιό τοπικές καί ἑλληνικές εἶναι οἱ ρίζες ἑνός τραγουδιοῦ, μιᾶς ταινίας, ἑνός θεατρικοῦ ἔργου, τόσο περισσότερο μεγαλώνουν οἱ πιθανότητες νά γίνει παγκόσμιο.
Ἡ Μούσχουρη στό τέλος τῆς συναυλίας μᾶς ἀποκάλυψε πώς ὁ Νῖκος Γκάτσος τῆς ἐμπιστεύτηκε τό «Χάρτινο φεγγαράκι» του καί τόν τρόπο πού ὁ ἴδιος κατέληγε στό τελικό κείμενο ἑνός στίχου, ὅταν ἦταν σίγουρος γιά τό δημιούργημά του. Ἔγραφε τελετουργικά σέ κάθε σελίδα τήν λέξη «θεωρεῖται», ἐγκρίνεται δηλαδή.
Προχθές ἡ Νάνα ἔγραψε τή δική της σελίδα στό Θέατρο Ἡρώδου Ἀττικοῦ. Καί τέσσερεις χιλιάδες νέοι καί ἡλικιωμένοι, Ἕλληνες καί ἀλλοδαποί, τήν χειροκροτοῦσαν ἐνθουσιασμένοι ὄρθιοι, ἐπί δέκα λεπτά. Ἦταν τό δικό τους «Θεωρεῖται», κυρία Μούσχουρη!