Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 26 Ἰανουαρίου 1919
Ὁ ἡμέτερος κ. Παρασκευᾶς ὑπέστη καί νέαν τραγικήν περιπέτειαν πρό ὀλίγων ἡμερῶν. Ἐνθυμεῖται ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὁ ἥρως μας, ἀπαυδήσας ἐκ τοῦ προγράμματος τῶν αὐστηρῶν οἰκονομιῶν, ὅπερ εἶχεν εἰσαγάγει εἰς τήν διακυρβέρνησιν τοῦ οἴκου της ἡ κ. Καλλιόπη, διέπραξε τό πραξικόπημα νά γευματίσῃ λαθραίως ἀνβίλ, νά προκαλέσῃ ἀνησυχίαν τῆς συμβίας διά τήν ἀδόκητον ἀλλά τόσον φυσικήν ἀνορεξίαν του καί νά χωνεύσῃ κατόπιν τό γεῦμά του κλινήρης μέ ὑγρά ἐπιθέματα ἐπί τοῦ στομάχου. Ἔκτοτε ὁ κ. Παρασκευᾶς ἐσκέφθη πολλάκις νά ἐπαναλάβῃ τό εὐχάριστον πείραμα. Ἄλλ οὐ παντός πλεῖν εἰς Κόρινθον, οὐδέ παντός γευματίζειν καθημερινῶς εἰς τό ἑστιατόριον. Ἐπενόησε λοιπόν νέον τρόπον πληρώσεως τῶν κενῶν τῆς οἰκογενειακῆς τραπέζης.
Εἰς τό δημόσιον γραφεῖον, ὅπου εἰργάζετο ἀντί εὐτελοῦς μισθαρίου ὡς ἔκτακτος ὑπάλληλος, παρουσίαζεν ἀπό τινος ἀσύνηθες θέαμα. Ἔφθανε δηλαδή κομίζων διάφορα πακέττα καί ἀνεχώρει μέ κενάς τάς χεῖρας. Τί συνέβαινε λοιπόν; Ἀδιάκριτος ὀφθαλμός ἑνός κλητῆρος τοῦ γραφείου ἀνεκάλυψεν, ἐπί τέλους, ὅτι τά πακέττα τοῦ κ. Παρασκευᾶ ἀπετελοῦντο ἀπό διάφορα κρύα φαγητά, ἤτοι σαλαμικά, ἐλαίας, τύρον, κονσέρβες, λιχουδιές παντός εἴδους, καί ἰδίως ὠμά ᾠά τῆς ὥρας, τά ὁποῖα ἐσυνήθιζε νά ροφᾷ ὡς μαλακτικά τοῦ στήθους καί τονωτικά τοῦ νευρικοῦ συστήματος, κατά συμβουλήν φίλου του ἰατροῦ. Ὁ κ. Παρασκευᾶς ἅμα τῇ εἰσόδῳ του εἰς τό γραφεῖον ἔσπευδε νά ἐξασφαλίσῃ τόν θησαυρόν του, διανέμων αὐτόν εἰς τά διάφορα συρτάριά του, τά ὁποῖα εἶχαν μεταβληθῇ τοιουτοτρόπως εἰς πλουσιώτατον κελλάρι.
Ὁ κ. Παρασκευᾶς περί τήν 11 π.μ. ἐκάλει συνήθως τόν κλητῆρα του καί διέτασσε:
– Παρακαλῶ νά κλείσῃ ἡ θύρα καί νά μήν ἀνοίξῃ διά κανένα. Ἔχω νά ἐργασθῶ… Ἡ θύρα ἔκλειε καί ὁ μετριόφρων Λούκουλος ἐπεδίδετο, κατά μόνας, εἰς τά ὄργια τῆς γαστρός του. Ἡ ὡραία αὐτή δίαιτα […] εἶχεν ἐν τούτοις καί τάς δυσαρέστους συνεπείας της διά τόν ἀτυχῆ ἄνθρωπον. Ἡ ἀγαθωτάτη κ. Καλλιόπη, παρακολουθοῦσα μετά στοργῆς τάς διακυμάνσεις τῆς ἐν γένει φυσιολογίας τοῦ συζύγου της, παρετήρησεν ὅτι ἡ θρυλική του ὄρεξις εἶχεν ἀρχίσει νά μειοῦται ἀπό τινος. […]
– Κἄτι ἔχεις, Παρασκευᾶ μου! ἀπεφάσισε νά τοῦ εἰπῇ μίαν ἡμέραν. Δέν σέ βλέπω πολύ καλά, φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου. Ἡ ὄρεξίς σου ἐκόπη. Τί συμβαίνει; Πρέπει νά κυτταχθῇς, θησαυρέ μου.
– Δέν ἔχω τίποτε, γυναῖκα! τῆς ἀπήντησε τρυφερώτατα ἐκεῖνος. Καλά εἶμαι, δόξα τῷ Θεῷ. Ἡσύχασε, περιστερά μου. Καί ἡ περιστερά ἡσύχασεν. Ἀλλ’ οἱ θεοί φθονοῦν τήν εὐτυχίαν τῶν ἀνθρώπων, καί ἀδόκητον γεγονός ἐπῆλθε νά διαταράξῃ τήν γαλήνην τοῦ κ. Παρασκευᾶ. Μίαν τῶν ἡμερῶν, ἐπανερχόμενος εἰς τά ἴδια, ὠλίσθησεν ἐπί τοῦ πεζοδρομίου καί, καταπεσών, δυσκίνητος, ὅπως ἦτο, ἔπαθε διάστρεμμα τοῦ ἀστραγάλου. Μετεκομίσθη ἐν σπουδῇ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς ὀδυρομένης συμβίας καί ὁ κληθείς ἰατρός ἀφοῦ παρέσχε τάς πρώτας βοηθείας, διέταξε νά μείνῃ ὁ πάσχων κλινήρης καί μέ ἀκίνητον τό μέλος ἐπί δεκαπενθήμερον τοὐλάχιστον. Τό πάθημα τοῦ κ. Παρασκευᾶ δέν ἦτο βεβαίως πρός θάνατον, […] ἀλλά ὁ κ. Παρασκευᾶς ἐξηκολούθει νά μένῃ ἀπαρηγόρητος. Δι’ αὐτόν ἡ διαταγή τοῦ ἰατροῦ δέν ἀπετέλει ἁπλοῦν περιορισμόν. Ἀπετέλει καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Καί, ἐξηπλωμένος ἐπί τῶν μαλθακῶν προσκεφαλαίων του, ἀνεστέναζεν ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν.
– Στενοχωριέσαι, Παρασκευᾶ, παιδί μου! τοῦ ἔλεγε συμπονοῦσα ἡ κ. Καλλιόπη.
– Πῶς νά μή στενοχωροῦμαι, ἀγαπητή μου; ἀπεκρίνετο ἐκεῖνος. Εἶμαι μαθημένος, βλέπεις, εἰς τήν ἐργασίαν. Δέν ἠμπορῶ νά μένω ἔτσι ἀργός… Ἡ κ. Καλλιόπη ὅμως εἶχεν ἀντιληφθῇ εὐχαρίστως ὅτι, μέ ὅλην τήν στενοχωρίαν τοῦ κ. Παρασκευᾶ, ἡ παλαιά, ἡ θρυλική του ὄρεξις τοῦ εἶχεν ἐπανέλθῃ.
– Ἕνα πρᾶγμα μ’ εὐχαριστεῖ, τοῦ εἶπε μίαν ἡμέραν ἡ κ. Καλλιόπη. Βλέπω ὅτι σοῦ ξαναῆλθεν ἡ ὄρεξίς σου. Ἐξεκουράσθης, βλέπεις. Εἰργάζεσο πολύ παιδί μου. Αὐτό εἶνε. Ἐκοπίαζες. Ἡ ἀνάπαυσις χρειάζεται εἰς τόν ἄνθρωπον.
– Ἔτσι ὑποθέτω κ’ ἐγώ! ἀνεστέναξεν ὁ κ. Παρασκευᾶς, ἐπιδοκιμάζων ἀναγκαστικῶς τήν συζυγικήν θεωρίαν. […]
– Κύριε γραμματέα! ἐκραύγασε. Νά μᾶς δώσετε τά κλειδιά τοῦ γραφείου, ν’ ἀνοίξουμε τά συρτάρια. Τί ἔχετε ἐκεῖ μέσα; ρωτάει ὁ τμηματάρχης.
Ξεβρώμισε ὁ κόσμος ἀπό τά κλούβια αὐγά. Τίποτε αὐγά, φαίνεσθαι, θά σπάσανε ἐκεῖ μέσα, μέ τόν καθαρισμό τοῦ γραφείου, καί τρέχουνε καί τά ζουμιά στό πάτωμα. Νά μᾶς δώσετε ἐπιμόνως τά κλειδιά νά καθαρίσουμε! Ὁ κ. Παρασκευᾶς κατέπεσεν ἀναίσθητος ἐπί τῶν προσκεφαλαίων του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ