Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Μαΐου 1918
Μέ τό ξουράφι μετέωρον, ἕτοιμον ν’ ἀρχίσῃ τόν θερισμόν τοῦ ἀγροῦ τοῦ προσώπου μου, ὁ συμπαθητικός καί λαλίστατος κουρεύς μου μοῦ εἶπε:
– Γιατί δέν γράφετε γιά ἕνα ζήτημα;…
– Τί ἕν! Μοῦ προσφέρεις λοιπόν θέμα, ὑποχρεωτικώτατε νέε; Αὐτό μοῦ εἶνε ἐξαιρετικῶς εὐχάριστον. Ἐν ᾧ αἱ τρίχες μου θά πέφτουν ὑπό τό δρέπανόν σου, αἱ ἰδέαι θά φυτρώνουν ὑπό τό κρανίον μου. Λαμπρά! Ξύριζε λοιπόν καί λέγε.
Ὁ λαμπρός νέος δέν ἄφησε νά παρακληθῇ περισσότερον.
– Γιατί δέν γράφετε π.χ. γιά τά κουρεῖα;
–Δηλαδή;
– Δηλαδή ὅτι τά κουρεῖα σέ λίγες ἡμέρες θά μείνουν χωρίς ὑπαλλήλους. Τούς περισσότερους τούς παίρνει ἡ ἐπιστράτευσις. Ἀπό τό μαγαζί μας ἔφυγε προχθές ὁ Νῖκος, σήμερα ὁ Κώστας, αὔριο θά φύγω ἐγώ. Ποιός θά σᾶς ξουρίσῃ; Θέλω νά πῶ, γιατί δέν πιάνουν καί ᾑ γυναῖκες τό ξουράφι; Ὅλες δακτυλογράφες θά γίνουνε;
Ὁ ἀπροσδόκητος συνεργάτης μου δέν εἶχε καθόλου ἄδικον. Ἄν ὑπάρχῃ τέχνη περισσότερον προσιδιάζουσα εἰς τάς λεπτεπιλέπτους δεξιότητας, τάς ὑπομονητικάς ἱκανότητας καί τήν τρυφεράν ἰδιοσυγκρασίαν τῆς γυναικός, εἶνε ἡ τέχνη τοῦ κουρέως. Ἡ γυναίκα ἔχει προικισθῇ ἀπό τόν πάνσοφον Θεόν μέ δέκα ὡραῖα δάκτυλα, τά ὁποῖα ἐπλάσθησαν νά θωπεύουν, νά γαργαλίζουν, νά εὐλογοῦν, νά βγάζουν ἁρμονίας τρυφερότητος ἀπό κάθε ἀντικείμενον ποῦ ἐγγίζουν, ὅπως ἀπό τά λευκά πλῆκτρα τοῦ πιάνου ἤ ἀπό τάς χρυσᾶς χορδάς μιᾶς ἅρπας. […]
– Δέν ἔχω δίκῃο; εἶπεν ὁ λαμπρός νέος, σύρων τώρα φιλοσοφικῶς τό ξυράφι του ἐπάνω εἰς τόν τεντωμένον ἱμάντα.
– Ὅλα τά δίκαια τοῦ κόσμου! τοῦ εἶπα. Μέ κάμνεις μάλιστα νά προσέξω κἄτι τι, πού δέν εἶχα προσέξει ἕως τώρα. ᾙ γυναῖκες γεμίζουν πράγματι μέ ἀξιέπαινον ζῆλον ὅλα τά κενά ποῦ δημιουργεῖ ἡ ἐπιστράτευσις. Τά ὑπουργεῖα, αἱ Τράπεζαι, τά ἐμπορικά καταστήματα ἔγειναν σωστοί Παρθενῶνες. Εἰς τά ζυθοπωλεῖα ἀκόμη ἀρχίσαμεν νά ὑπηρετούμεθα ἀπό γυναῖκας. Ἡ γυναικεία τρυφερότης ἐκτοπίζει ἀπό παντοῦ τήν ἀνδρικήν ἀδεξιότητα καί τήν ἀνδρικήν βαναυσότητα. Τό μειδίαμα εἰσέρχεται εἰς τήν ζωήν μας ἀπό ὅλα τά σημεῖα. Καί ὅμως ἐδῶ, εἰς τό κουρεῖον, ὅπου φθάνομεν κουρασμένοι, ζητοῦντες μίαν προσωρινήν ἀναγέννησιν, παραδιδόμεθα μοιραίως εἰς τάς ὑποχρεωτικάς θωπείας ἑνός ἀρειμανίου μουστακαλῆ, ποῦ θά ἦτο καταλληλότερος νά γδάρῃ τράγον, παρά νά δροσίσῃ μίαν παρειάν, ἐπί τῆς ὁποίας, ἐπί τέλους, μετά δύο λεπτά ἠμποροῦν ν’ ἀκουμπήσουν δύο ἀριστοκρατικά χείλη.
– Τά βλέπετε λοιπόν; μοῦ εἶπεν ὁ πολύτιμος συνεργάτης μου. Ἐγώ σᾶς μιλῶ ἐναντίον τοῦ συμφέροντός μου. Ἀλλά ἔτσι εἶνε, βλέπετε. Γιά συλλογισθῆτε μιά στιγμή ὅτι, ἀντί νά σᾶς περιποιοῦμαι ἐγώ, σᾶς ἐπεριποιεῖτο ἕνα χαριτωμένο πλάσμα… Ἐπί τέλους, τώρα πού θά σᾶς κάνω κόντρα, ἀντί νά ἀκουμπήσετε ἀπάνω στά ξεροκόκκαλά μου, θά εἴχατε ν’ ἀκουμπήσετε σ’ ἕνα μαλακό μαξιλαράκι καί, ἀντί τά γόνατά σας ν’ ἀκουμποῦν ἀπάνω στά ξεράδια μου, θά…
– Δέν ἐπανερχόμεθα εἰς τό θέμα μας; Τόν διέκοψα ἀποτόμως.
– Σέ ποιό θέμα, κύριε;
– Στό ξούρισμα, παιδί μου, καί στήν πεζή πραγματικότητα. Ἀκόνισε ἐν τῷ μεταξύ τό ξουράφι σου καί παῦσε νά ἀκονίζῃς ἐπί ματαίῳ τήν φαντασίαν τοῦ πελάτου σου. […]
– Καί ὅμως, κύριε, δέν εἶνε καιρός ἀκόμη στήν Ἀθήνα γιά τέτοια πράγματα. Πρέπει νά ἡμερέψουμε πρῶτα.
– Σοῦ φαίνεται λοιπόν πῶς εἴμεθα ἄγριοι ἀκόμα;
– Ξέρω κ’ ἐγώ; Μπορεῖ νά μήν εἴμαστε ἄγριοι, ἀγριεύουμε ὅμως πολύ εὔκολα, κύριε. Καί δέν ἐγγυῶμαι τί εἶδος ξούρισμα μπορεῖ νά γίνεται στά κουρεῖα ἀποδῶ κ’ ἐμπρός. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπί τέλους, δέν εἶνε δακτυλογραφικές μηχανές… Μέ τῇς ὑγεῖες σας!
Ὁ λαμπρός νέος εἶχεν ὁμολογουμένως κἄπως ὑπερβολικούς φόβους. Ἐγώ τοὐλάχιστον δέν τούς συμμερίζομαι. Καί ὑποδεικνύω σοβαρώτατα τό νέον στάδιον εἰς τήν τρυφερότητα καί τήν ἐπιχειρηματικότητα τῶν γυναικῶν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ