Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 4 Ἀπριλίου 1925
Ἕνα συνοικέσιον κατεποντίσθη, πρό ὀλίγων ἡμερῶν, εἰς τάς Ἀθήνας, ὑπό τάς ἑξῆς τραγικάς περιστάσεις:
Ὅλαι αἱ σχετικαί συμφωνίαι εἶχαν κλεισθῇ μεταξύ τῶν ἐνδιαφερομένων καί δέν ἀπέμενε, παρά ἡ προσωπική ἐκτίμησις τῆς νύφης, τήν ὁποίαν ἀνέλαβαν νά διεξαγάγουν αἱ ἀδελφαί τοῦ γαμβροῦ, ὡς εἰδικώτεραι περί τά τοιαῦτα. Ἐκανονίσθη λοιπόν ἡ ἀναγκαία συνάντησις ἐπί οὐδετέρου ἐδάφους καί ἀφοῦ ἔγιναν αἱ σχετικαί παρουσιάσεις, ἡ ἁρμοδία ἀδελφική ἐπιτροπή ἐπελήφθη τοῦ ἔργου της, τηρουμένων ὅλων τῶν προσχημάτων, ὥστε ἡ σχετική ἀνάκρισις νά λάβῃ τόν τύπον μιᾶς ἀνιδιοτελοῦς κωζερί. Φυσικά, ἄρχισαν ἀπό τόν καιρόν.
-Ἐλεεινός καιρός, τέλος πάντων, δεσποινίς!
-Καλέ, δέν βλέπετε πράγματι; Ἐγώ τοὐλάχιστον ἀκόμη δέν ἀπεφάσισα νά βγάλω τή φανέλλα μου.
-Ὥστε φορεῖτε φανέλλα, δεσποινίς;
-Πάντοτε! Ἡ μαμά μου μ’ ἔχει συνηθίσει ἀπό μικρή…
Αἱ ἀδελφαί τοῦ γαμβροῦ ἀντήλλαξαν πλάγια βλέμματα ἐξαιρετικῆς σημασίας.
-Ὥστε, δεσποινίς, ἡ μαμμά σας ἐπεμβαίνει καί στά ντεσσού σας; Τί καλή, ποῦ εἶσθε!
-Ἐγώ καλή; Θέλετε νά πῆτε ἡ μαμμά μου. Ἡ καϋμένη! Μέ ὅλη της τήν ἡλικία, μοῦ ἐκέντησε, μέ τά χέρια της, ὅλα μου τά ἀσπρόρρουχα.
-Τά ἀσπρόρρουχά σας λοιπόν, δεσποινίς, εἶνε ἄσπρα;
-Φυσικά! Ἀπό λευκή λινή μπατίστα ὅλα…
-Δέν προτιμᾶτε, λοιπόν, τά μαῦρα μεταξωτά, δεσποινίς;
-Ἡ μαμμά μου δέν ἐννόησε ν’ ἀκούσῃ μαῦρα ἀσπρόρρουχα. Ἄν ἐπρόκειτο, λέει, τά ἀσπρόρρουχα νά εἶνε μαῦρα, δέν ἐλέγοντο ἀσπρόρρουχα. Θά ἐλέγοντο μαυρόρρουχα.
-Ὥστε κάμνει καί πνεῦμα ἡ μαμμά σας, δεσποινίς;
-Δέν εἶνε, ποῦ κάμνει πνεῦμα. Ἀλλ’ ἔχει ἀδυναμία, ξέρετε, γιά τήν πάστρα.
Αἱ ἀδελφαί τοῦ γαμβροῦ ἀντήλλαξαν νέα, βαρυσήμαντα πλάγια βλέμματα.
-Φαίνεται, δεσποινίς, ὅτι ἡ μαμμά σας ἔχει ἀδυναμία καί γιά τά παπούτσια τῆς περσυνῆς μόδας.
-Τί ἐννοεῖτε, κυρίες μου;
-Τίποτε! Ἁπλῶς, τά παπούτσια, ποῦ φορᾶτε, δέν εἶνε ἐντελῶς ντερνιέκρι.
-Πράγματι. Ἀλλά, ξέρετε, ἀπό πέρσυ δέν ἔτυχε νά τά φορέσω παρά δυό-τρεῖς φορές μόνο. Θά ἤτανε κρῖμα νά τά πετάξω…
-Ἔχετε, δηλαδή, τό πνεῦμα τῆς οἰκονομίας, δεσποινίς…
-Ὅταν μπορῇ νά κάνῃ κανείς οἰκονομία…
Καί νέα βλέμματα ἀντηλλάγησαν μεταξύ τῶν ἀδελφῶν τοῦ γαμβροῦ.
-Τέλος πάντων, πῶς διασκεδάζετε, δεσποινίς; Πηγαίνετε στίς μαστίχες;
-Μαστίχες; Καλέ τί λέτε, κυρίες μου; Ἄν μ’ ἔβλεπε ἡ μαμμά μου νά βάλω μιά στάλα στό στόμα μου, θά μέ σκότωνε.
-Περίεργον!… Τόση αὐστηρότης; Οὔτε θά καπνίζετε, λοιπόν, φυσικά.
-Ἀστειεύεσθε, κυρίες μου;
-Καί ποῦ χορεύετε, δεσποινίς;
-Στά φιλικά σπίτια, ὅταν τύχῃ καί μᾶς καλέσουν.
-Στό «Τροκαντερό», στό «Καπρίς» δέν πηγαίνετε;
-Δέν ἐπάτησα ποτέ τό πόδι μου. Ἡ μαμμά, ξέρετε…
-Πάντοτε λοιπόν ἡ μαμμά, δεσποινίς!
-Εἶνε τόσο καλή ἡ καϋμένη.
-Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλά πῶς περνᾶτε τόν καιρός σας, δεσποινίς; Θά πλήττετε φοβερά!
-Ὁμολογῶ, ὅτι δέν πλήττω. Ὅταν τελειώνω τίς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ…
-Τίς ἐργασίες εἴπατε;
-Βοηθῶ, βλέπετε, τήν καϋμένη τή μαμμά. Ὅταν τελειώσω λοιπόν τῇς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ, περνῶ τήν ὥρα μου μέ τό ἐργόχειρο καί τό διάβασμα. Κατόπιν βγαίνομεν περίπατο μέ τή μαμμά.
-Μέ τή μαμμά πάντοτε…
-Πάντοτε. Ἡ καϋμένη ἐννοεῖ, μέ ὅλη της τήν ἡλικία, νά μέ συνοδεύῃ παντοῦ.
-Καί τί διαβάζετε, δεσποινίς, τέλος πάντων, ὅταν δέν σᾶς συνοδεύῃ ἡ μαμμά σας στόν περίπατο;
-Τήν «Μπιμπλιοτέκ Ρόζ». Ἄλλα βιβλία δέν μοῦ ἐπιτρέπει ἀκόμη ἡ μαμμά.
-Δέν ἐδιαβάσατε λοιπόν τήν «Γκαρσόνν»;
-Τή «Γκαρσόνν» εἴπατε; Τί εἶναι αὐτή ἡ «Γκαρσόνν»;
-Θέλετε νά πῆτε, δεσποινίς, ὅτι ἀγνοεῖτε τήν «Γκαρσόνν»;
Αἱ ἀδελφαί τοῦ γαμβροῦ δέν ἀντήλλαξαν πλέον ἄλλο βλέμμα. Θεωρήσασαι λήξασαν τήν ἀποστολήν των, ἀπεχαιρέτησαν τό «κνώδαλον» καί ἀπῆλθαν.
Τό συνοικέσιον εἶχε καταποντισθῇ, πρός γενικήν κατάπληξιν ὅλων τῶν προκεκοιμημένων πατέρων, μητέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ